Η τεράστια πρόοδος που έχει επιτευχθεί στον τομέα του HIV/AIDS – σε ερευνητικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο – τα τελευταία 40 χρόνια είναι αδιαμφισβήτη και φυσικά οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δράση των άμεσα ενδιαφερόμενων ατόμων και ομάδων.
Εντούτοις, η πρόοδος αυτή, χωρίς έκπληξη, κάθε άλλο παρά ισομερώς διοχετεύεται στην πρόσβαση των ασθενών στη δημόσια υγεία ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες και έθνη παγκοσμίως, ανάλογα με το βιοτικό επίπεδο αλλά και την κοινωνικοπολιτική κατάσταση που επικρατεί στο καθένα: Πέρα από το προφανές παράδειγμα υποσαχάριων κρατών της Αφρικής, όπου η πρόσβαση δυσχεραίνεται σε μεγάλο βαθμό από το χαμηλό οικονομικό επίπεδο, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ρωσίας όπου ήδη από την εποχή της κυβέρνησης Γέλτσιν η διάγνωση οροθετικότητας συνεπάγεται απέλαση από τη χώρα.
Ο Μάικλ, Ιρλανδός δημοσιογράφος που διαγνώστηκε στη Μόσχα το 1996 και σήμερα είναι 57 ετών αναφέρει χαρακτηριστικά: « Ήμουν απλά τυχερός που ο γιατρός που με διέγνωσε ήταν Αμερικάνος και με συμβούλεψε να μην πω ποτέ τίποτε σε κανέναν. Αν ο γιατρός ήταν Ρώσος θα ήταν νομικά υποχρεώμενος να με «καταδώσει» για να με απελάσουν. Ετσι παρέμεινα άλλα επτά χρόνια στη Ρωσία γιατί δεν ήθελα να χάσω τη δουλειά μου. Τρεις με τέσσερις φορές το χρόνο πηγαινοερχόμουνα στην Ιρλανδία και επέστρεφα με στοκ από φάρμακα λαθραία για να επιζήσω. Αλλά ακόμα και τώρα που ζω στις Βρυξέλλες εδώ και είκοσι χρόνια και το κοινωνικό στίγμα έχει μειωθεί αρκετά, κανείς δεν ξέρει ότι είμαι οροθετικός. Το αντανακλαστικό της υποχρεωτικής σιωπής έχει εντυπωθεί μέσα μου. Και δεν νομίζω ότι θα φύγει ποτέ» (απόσπασμα συνέντευξης που παραχωρήθηκε στις 12 Μαΐου 2024, το όνομα του συνομιλητή έχει αλλαχτεί).
Με λίγα λόγια, ο ιός του HIV/AIDS όπως αργότερα ο ιός του SARS-COVID19, αποτελεί ένα είδος μεγεθυντικού καθρέφτη ενός μείζονος κοινωνικού ζήτήματος, αυτό των κοινωνικών ανισοτήτων στο χώρο της δημόσιας υγείας.
Ακόμη όμως και στο πλαίσιο πιο ομοιογενών γεωπολιτικών και πολιτισμικών ομάδων, οι κοινωνικές ανισότητες παραμένουν έκδηλες. Αν επικεντρώθουμε στην Ευρωπαική Ενωση όπου εδώ και αρκετά χρόνια ο συνδυασμός αντιρετροικών φαρμάκων χρησιμοποιείται ευρέως τόσο σε πλαίσια θεραπείας των ασθενών όσο και σε πλαίσια πρόληψης του ιού,είτε πριν είτε μετά την έκθεση (μιλάμε αντίστοιχα για αγωγή ως προφύλαξη πριν την έκθεση – PrEP – και για αγωγή ως προφύλαξη μετά την έκθεση/ρίσκο – PeP), η πρόσβαση στη συγκεκριμένη αγωγή από χώρα σε χώρα αλλά και η πρόσβαση σε αυτήν από κοινωνική ομάδα σε κοινωνική ομάδα στα πλαίσια της ίδιας χώρας κάθε άλλο παρά συνθέτουν την εικόνα μιας « υγειονομικής δημοκρατίας ».
Η ευρεία χρήση όρων όπως «χάσμα» ή «χάος» στον τομέα της PrEP σε πλειάδα προσφάτων δημοσιευμάτων – επιστημονικών και μη – καταδεικνύουν ακριβώς αυτήν την ανισομέρεια. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Δράση για το AIDS, η PrEP είναι πιο προσιτή στις αστικές περιοχές, οι ενημερωτικές εκστρατείες συχνά διεξάγονται από ΜΚΟ που μπορεί να μην έχουν επαρκή οικονομική υποστήριξη, με αποτέλεσμα οι υπηρεσίες και η ενημέρωση να απευθύνονται σε νέους μορφωμένους άντρες που έχουν σεξουαλικές επαφές με άντρες.
Οι μετανάστες, οι γυναίκες (ιδίως οι γυναίκες με μεταναστευτικό υπόβαθρο), τα τρανς άτομα και οι εργαζόμενοι στο σεξ μένουν συστηματικά πίσω ενώ άλλοι πληθυσμοί που κινδυνεύουν είναι τα άτομα που κάνουν ενέσιμη χρήση ναρκωτικών, οι φυλακισμένοι και οι μετανάστες χωρίς χαρτιά, επειδή δεν είναι επιλέξιμοι για PrEP σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως αναφέρει η UNAIDS.
Ταυτόχρονα, η ρατσιστική μεταχείριση των ασθενών – με κριτήρια φυλετικά, ταξικά, σεξουαλικά ή συνδυασμό αυτών – εξακολουθεί δυστυχώς να αποτελεί καθημερινή πραγματικότητα ακόμα και σε χώρους, όπως ο ιατρικός, όπου θα ήλπιζε κανείς πλέον να εκλείπουν.
Η μαρτυρία του Αχμέντ, 28 ετών, γάλλου υπήκοου αλγερινής καταγωγής και μόνιμου κάτοικου Αθήνας, ο οποίος διαγνώστηκε οροθετικός πριν δύο χρόνια, θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, εκείνη του Μάικλ : «Η μεταχείρισή μου από το προσωπικό των δημόσιων νοσοκομείων από τη στιγμή που μου ανακοινώθηκε ότι είμαι φορέας μέχρι σήμερα είναι τόσο κακή που πραγματικά σκέφτομαι ότι κάποιος άλλος στη θέση μου, με λιγότερες αντοχές και προνόμια, θα τα μάζευε και θα γυρνούσε πίσω στον τόπο του – αν φυσικά ήταν σε θέση να το κάνει » (άποσπασμα συνέντευξης που παραχωρήθηκε στις 29 Αυγούστου 2023, το όνομα του συνομιλητή έχει αλλαχθεί).
Αντίστοιχα, σε μία εποχή όπου αποτέλει πλέον γεγονός ότι όσοι λαμβάνουν αντιρετροική θεραπεία είναι αδύνατον να μεταδώσουν τον ιό – το γνωστό, αλλά ίσως τελικά όχι και τόσο γνωστό, σύνθημα U = U (το σύνθημα προκύπτει από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων Undetectable και Untransmittable και πρόκειται για την επιστημονική τεκμηρίωση που αλλάζει όλα όσα γνωρίζαμε για τον HIV και τους τρόπους μετάδοσης του ιού, καθώς διακηρύσσει και αποδεικνύει ότι ένα άτομο που ζει με HIV, λαμβάνει αντιρετροϊκή θεραπεία και έχει επιτύχει μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο στο αίμα του για τουλάχιστον 6 μήνες, δε μπορεί πρακτικά να μεταδώσει τον ιό σε κάποιον ερωτικό σύντροφο, ακόμη και με σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις), απαράδεκτες διακρίσεις απέναντι σε οροθετικούς ασθένεις σε τομείς όπως η οδοντιατρική εξακολούθουν να αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο.
Σύμφωνα με τα πρώτα αποτέλεσματα μίας έρευνας που βρίσκεται υπό εξέλιξη στο Βέλγιο, είναι κοινή τακτική οδοντίατροι να αρνούνται να εξυπηρετήσουν οροθετικούς ασθενείς ή να τους μεταχειρίζονται διαφορετικά από τους υπόλοιπους. Αντίστοιχες έρευνες έχουν δημοσιευτεί σε χώρες όπως η Αγγλία, η Γαλλία, ο Καναδάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τέλος, ενώ χάρη στην αγωγή ο μέσος όρος ηλικίας των ασθενών αυξάνεται ραγδαία (για παράδειγμα, το 49% των ατόμων που ζουν με τον ιό σήμερα στο Βέλγιο είναι άνω των 50 ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2006 ήταν μόλις 19%), η μέριμνα για τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζουν άτομα άνω των 60 ετών, και γενικότερα για την καλή ποιότητα ζωής τους, βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα.
Έτσι, σε μια εποχή που η πανδημία Covid-19 συγκαλύπτει και σε ένα βαθμό παρεμποδίζει την καταπολέμηση του HIV/AIDS, μία πληθώρα στοιχείων μας προτρέπουν, σε ευρωπαικό και παγκόσμιο επίπεδο, να μην χαλαρώσουμε την επιστημονική και πολιτική μας εστίαση σε αυτήν την «άλλη» πανδημία, η οποία εμφανίστηκε πριν από σαράντα χρόνια, αλλά κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει.
Ο κ. Κολιοπάνος αυτή τη στιγμή ολοκληρώνει δύο μεταδιδακτορικές έρευνες στο πανεπιστήμιο Université Libre de Bruxelles στις Βρυξέλλες, η μία με αντικείμενο την ποιότητα ζωής ατόμων που ζουν με HIV και είναι άνω των 60 στο Βέλγιο και η άλλη με αντικείμενο τις διακρίσεις που υφίσταται τα οροθετικά άτομα στον ιατρικό χώρο.
Το κείμενο συντάχθηκε χάρη στη βοήθεια του Συλλόγου Οροθετικών Ελλάδος Θετική Φωνή.