Μαζί τους τιμώνται:
Οι Άγιοι Αδριανός και Ναταλία έζησαν στη Νικομήδεια κατά την εποχή του αυτοκράτορα του Μαξιμιανού στις αρχές του τετάρτου αιώνα. Ο 28χρονος τότε Αδριανός ήταν φρουρός του Ρωμαίου αυτοκράτορα Γαλέριου και επικεφαλής του πραιτωρίου.
Λέγεται ότι ενώ περνούσαν από μπροστά του Χριστιανοί έτοιμοι για να μαρτυρήσουν, τους ρώτησε την ανταμοιβή που αναμένεται να λάβουν από τον Θεό. Αυτοί απάντησαν τα μάτια δεν έχουν δει, ούτε ακούσει το αυτί, ούτε έχουν εισέλθει στην καρδιά του ανθρώπου, τα πράγματα που έχει ο Θεός προετοιμάσει γι ‘αυτούς που τον αγαπούν (1η προς Κορινθίους 2:09). Ο Αδριανός εξεπλάγη τόσο με το θάρρος τους, που ομολόγησε δημοσίως την πίστη του, αν και δεν είχε ο ίδιος ακόμη βαπτισθεί. Τότε φυλακίστηκε και ο ίδιος. Εκεί πήγε η σύζυγός του, Ναταλία, να του συμπαρασταθεί και να του πει να μην λυγίσει. Στην συνέχεια, αφού έγιναν και οι δυο χριστιανοί και αφού υπέμεινε πολλά και φρικτά βασανιστήρια, παρέδωσε το πνεύμα του στη Νικομήδεια.
Οι δήμιοι ήθελαν να κάψουν τα σώματα των νεκρών, αλλά μια θύελλα ξέσπασε και σβήστηκε η φωτιά. Η Ναταλία ανακάλυψε ένα από τα χέρια του Αδριανού. Αργότερα, οι χριστιανοί πήραν το σώμα του Αδριανού και το έθαψαν στα προάστια του Βυζαντίου, στην Αργυρούπολη[α]. Η Ναταλία πήγε να ζήσει εκεί, και όταν η ίδια πέθανε, θάφτηκε μαζί με τους μάρτυρες.
Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στο χωριό Γκολέτκοβα της επαρχίας Ταμπόφ της Ρωσίας. Σε ηλικία 13 χρόνων έμεινε ορφανή και από τους δυο γονείς της Ζαχαρία και Πελαγία και πήγε να μείνει με την οικογένεια του μεγαλύτερου της αδελφού.
Σύμφωνα με το saint.gr εκεί δεν την ήθελαν, λόγω κυρίως του γεγονότος ότι παραμελούσε τον εαυτό της και ένοιωθαν προσβεβλημένοι από το όλο παρουσιαστικό της. Ποτέ δεν χτενιζόταν και τα ρούχα της αποτελούνταν κυρίως από κουρέλια. Είχε επίσης από πολύ μικρή μια τάση να συμπεριφέρεται παράξενα.
Έτσι έφυγε και άρχισε να περιπλανιέται μεταξύ των περιοχών του Σάρωφ, του Ντιβέγεβο και του Αρντάτωφ. Συχνά επισκεπτόταν το μοναστήρι του Ντιβέγεβο και εκεί όσες καλογριές τη λυπόντουσαν της έδιναν καθαρά ρούχα, από τα οποία σε λίγες μέρες ή Μαρία απαλλασσόταν δίνοντας τα στους φτωχούς. Από κάποιο χρονικό σημείο και μετά τη δέχτηκαν στο μοναστήρι οπού εκάρη μοναχή. Εκεί συνέχισε να προσποιείται τη σαλή για να κρύβει τις αρετές της, ιδίως το προορατικό χάρισμα που ο Κύριος μας της έδωσε.
Άρχισαν σιγά-σιγά να την επισκέπτονται διάφοροι που άκουσαν γι’ αυτήν και ζητούσαν συμβουλή για κάποιο πρόβλημα τους ή για να πάρουν πνευματικές νουθεσίες.
Η Μαρία Ιβάνοβνα κοιμήθηκε ειρηνικά το 1927 μ.Χ.
Σήμερα έχουν την ονομαστική τους εορτή: