Ο κ. Γεραπετρίτης επεσήμανε ότι η περιοχή και ο κόσμος μας δεν αντέχει άλλες εστίες εντάσεων. «Ελλάδα και Τουρκία οφείλουν να ζουν ειρηνικά. Αυτό πιστεύω ακράδαντα είναι το αμοιβαίο συμφέρον μας. Δεν μένουμε στις στερεότυπες αντιλήψεις, προσπαθούμε να γεφυρώσουμε τις διαφωνίες μας και, αν αυτές δεν γεφυρώνονται, προσπαθούμε τουλάχιστον αυτές να μην προκαλούν κρίσεις. Η εναλλακτική της μόνιμης υπερέντασης, της εχθροπαθούς ρητορικής και του διαρκούς κινδύνου θερμού επεισοδίου δεν ωφελεί κανέναν. Πρωτίστως δεν ωφελεί τους δύο λαούς» ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών.
Για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, είπε ότι είναι η μία και μόνη διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η οποία μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας. «Αυτή δεν είναι μόνο η δική μας θέση αλλά και η θέση του διεθνούς δικαίου της θάλασσας που επιβάλλει ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με αντικείμενες ή παρακείμενες ακτές πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με βάση το διεθνές δίκαιο και, αν η συμφωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε εύλογο χρονικό πλαίσιο, τα ενδιαφερόμενα κράτη μπορεί να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης βάσει συνυποσχετικού. Η εθνική κυριαρχία των κρατών δεν μπορεί να είναι αντικείμενο συζήτησης ή διεθνούς δικαιοδοσίας» ανέφερε.
Πρόσθεσε, δε, ότι «στο ζήτημα, όμως, της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ μπορούμε θεωρώ να προχωρήσουμε συντεταγμένα σε μία ουσιαστική συζήτηση με αμοιβαία εποικοδομητικό πνεύμα. Και με τη βαθιά πεποίθηση ότι η οριστική επίλυση του ζητήματος αυτού θα ήταν καθοριστική για την αναβάθμιση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών σε όλα τα επίπεδα και για την αποφυγή δυνητικών εντάσεων. Έχω πλήρη συναίσθηση της δυσκολίας του εγχειρήματος, αλλά είναι χρέος να προσπαθήσουμε. Και, πάντως, οφείλουμε να διατηρήσουμε την καλή συνεργασία και τους ωφέλιμους διαύλους επικοινωνίας».
Ο κ. Γεραπετρίτης επεσήμανε ότι η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήδη δημιουργεί καλύτερες συνθήκες για το Κυπριακό. «Με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών θεωρώ συμπίπτουμε στην άποψη ότι κανένα πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς διαβουλευτική στάση και παραγωγική σκέψη. Η άτυπη συνάντηση μεταξύ του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και του τουρκοκύπριου ηγέτη, υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, συνιστά ένα πρώτο βήμα μιας αναγκαίας επανεκκίνησης των συζητήσεων. Εμείς παραμένουμε στη διάθεση του Γενικού Γραμματέα για να συμβάλλουμε στον διάλογο για μια δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση του Κυπριακού, στο πλαίσιο των σχετικών αποφάσεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Σε έναν κόσμο γεμάτο διχασμούς, μια ενωμένη ευρωπαϊκή Κύπρος, πέρα από τις συνθήκες ευημερίας που θα δημιουργούσε για τους πολίτες της, θα αποτελούσε ένα εξαιρετικά ισχυρό οικουμενικό σύμβολο».
Ως προς τις αντιδράσεις της Άγκυρας για τα θαλάσσια πάρκα, ανέφερε «η αντίδραση που έχει προκληθεί στη σχετική συζήτηση είναι δυσανάλογη. Η ελληνική πλευρά είναι, όπως πάντοτε, σαφής και ειλικρινής και δεν έχει καμία απολύτως επιδίωξη παραπλάνησης. Τα δύο θαλάσσια πάρκα σε Αιγαίο και Ιόνιο Πέλαγος, τα όρια των οποίων καθορίζονται με αυστηρά περιβαλλοντικά κριτήρια, δεν θίγουν δικαιώματα άλλων. Αυτές οι πρωτοβουλίες θα πρέπει να ενώνουν τους λαούς μας, πόσω μάλλον όταν και οι δύο αντιμετωπίζουμε τις ίδιες προκλήσεις. Για δε τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό στο Αιγαίο, αυτό συνιστά υποχρέωση που απορρέει από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εξάλλου οφείλει και η Τουρκία να λαμβάνει υπ’ όψιν στην ευρωπαϊκή της διαδρομή».
Ακολουθούν ολόκληρες οι απαντήσεις του κ. Γεραπετρίτη:
«Βρισκόμαστε περίπου 15 μήνες μετά την απόφαση που ελήφθη από τους ηγέτες των δύο κρατών να εκκινήσει, με τρόπο δομημένο, ο ελληνοτουρκικός διάλογος. Μέσα σε αυτό το διάστημα διαπιστώνεται και από τις δύο πλευρές αξιοσημείωτη βούληση ώστε να οδηγηθούν οι διμερείς μας σχέσεις σε ένα διαφορετικό μονοπάτι. Η Διακήρυξη των Αθηνών του Δεκεμβρίου 2023 αποτελεί ορόσημο της αμοιβαίας αυτής βούλησης.
Αύριο θα υποδεχθώ στην Αθήνα τον Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Hakan Fidan, με τον οποίο έχουμε επιτύχει, βήμα-βήμα, ένα επίπεδο εμπιστοσύνης ώστε να συζητούμε με ειλικρίνεια και να προλαμβάνουμε κρίσεις. Θα μιλήσουμε για διμερή και διεθνή θέματα και θα προετοιμάσουμε το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδος-Τουρκίας στις αρχές του επόμενου έτους.
Χωρίς να αγνοούμε τα ιστορικά βιώματα του παρελθόντος, οφείλουμε να χτίσουμε στέρεες γέφυρες φιλίας για το μέλλον. Όραμά μου είναι μια γειτονιά μακράς ειρήνης και ευημερίας μεταξύ των λαών μας».
«Είμαστε βαθιά φιλειρηνικός λαός. Πιστεύουμε στον διάλογο και στην ειρηνική επίλυση των διαφορών, βάσει του Διεθνούς Δικαίου και του σεβασμού της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας όλων των κρατών. Την ίδια στιγμή δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις σύγχρονες απειλές ασφαλείας. Ζούμε σε μία περίοδο γεωπολιτικής αστάθειας και ρευστότητας που ανάλογη δεν έχει γνωρίσει ο μεταπολεμικός κόσμος. Η ευρύτερη περιοχή μας βρίσκεται εν μέσω δύο πολεμικών συγκρούσεων, στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Σε αυτές τις συνθήκες, αποτελεί υποχρέωσή μας να μεριμνούμε για την αμυντική θωράκιση και την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας μου. Στόχος μας είναι να μη χρειαστεί ποτέ να χρησιμοποιήσουμε τον αμυντικό μας εξοπλισμό, διότι τότε θα έχει αποτύχει η διπλωματία μας».
«Η περιοχή και ο κόσμος μας δεν αντέχει άλλες εστίες εντάσεων. Ελλάδα και Τουρκία οφείλουν να ζουν ειρηνικά. Αυτό πιστεύω ακράδαντα είναι το αμοιβαίο συμφέρον μας. Δεν μένουμε στις στερεότυπες αντιλήψεις, προσπαθούμε να γεφυρώσουμε τις διαφωνίες μας και, αν αυτές δεν γεφυρώνονται, προσπαθούμε τουλάχιστον αυτές να μην προκαλούν κρίσεις. Η εναλλακτική της μόνιμης υπερέντασης, της εχθροπαθούς ρητορικής και του διαρκούς κινδύνου θερμού επεισοδίου δεν ωφελεί κανέναν. Πρωτίστως δεν ωφελεί τους δύο λαούς.
Ελλάδα και Τουρκία συνεργαζόμαστε στο πλαίσιο, διεθνών οργανισμών. Επιπλέον, η Ελλάδα υποστηρίζει διαχρονικά την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πιστεύω ότι η επικράτηση του καλού κλίματος, θα ωφελήσει επίσης, τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας. Αν και αντιλαμβάνομαι την εύλογη επιθυμία της διεθνούς κοινότητας να διατηρηθεί η ηρεμία στην περιοχή μας, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν καθορίζονται έξωθεν, ούτε ετεροπροσδιορίζονται. Μόνοι μας οφείλουμε να βρούμε τον δρόμο της ειρήνης και της ευημερίας».
«Στην κρίση της Μέσης Ανατολής, η Ελλάδα τήρησε από την πρώτη στιγμή στάση αρχής. Παράλληλα επιμείναμε στην ανάγκη επίτευξης διαρκούς και βιώσιμης εκεχειρίας, στη διασφάλιση απρόσκοπτης ροής ανθρωπιστικής βοήθειας στις πληττόμενες περιοχές, στην άνευ όρων απελευθέρωση των ομήρων και στην εκπόνηση ενός συνολικού σχεδίου για την ανοικοδόμηση της Γάζας. Και, βεβαίως, αναδείξαμε την ανάγκη να δοθεί απτό όραμα για την εγκαθίδρυση παλαιστινιακού κράτους στο πλαίσιο των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Η ανθρωπιστική κατάσταση στη Γάζα είναι σήμερα οδυνηρή. Η διάχυση των εχθροπραξιών στον Λίβανο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία. Η διεθνής έννομη τάξη, παρά τις πολύπλευρες προσπάθειες, δεν έχει, δυστυχώς, καταφέρει έως σήμερα να οδηγήσει στον τερματισμό των εχθροπραξιών και να δώσει λύση σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι υποχρέωση όλων ανεξαιρέτως των κρατών να σέβονται τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τα θεμελιώδη δικαιώματα όλων των ανθρώπων. Σε αυτό εκπτώσεις δεν χωρούν».
«Η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ είναι η μία και μόνη διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η οποία μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας. Αυτή δεν είναι μόνο η δική μας θέση αλλά και η θέση του διεθνούς δικαίου της θάλασσας που επιβάλλει ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με αντικείμενες ή παρακείμενες ακτές πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με βάση το διεθνές δίκαιο και, αν η συμφωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε εύλογο χρονικό πλαίσιο, τα ενδιαφερόμενα κράτη μπορεί να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης βάσει συνυποσχετικού. Η εθνική κυριαρχία των κρατών δεν μπορεί να είναι αντικείμενο συζήτησης ή διεθνούς δικαιοδοσίας. Στο ζήτημα, όμως, της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ μπορούμε θεωρώ να προχωρήσουμε συντεταγμένα σε μία ουσιαστική συζήτηση με αμοιβαία εποικοδομητικό πνεύμα. Και με τη βαθιά πεποίθηση ότι η οριστική επίλυση του ζητήματος αυτού θα ήταν καθοριστική για την αναβάθμιση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών σε όλα τα επίπεδα και για την αποφυγή δυνητικών εντάσεων. Έχω πλήρη συναίσθηση της δυσκολίας του εγχειρήματος, αλλά είναι χρέος να προσπαθήσουμε. Και, πάντως, οφείλουμε να διατηρήσουμε την καλή συνεργασία και τους ωφέλιμους διαύλους επικοινωνίας».
«Θα μου επιτρέψετε να επισημάνω ότι, κατά τη γνώμη μου, η αντίδραση που έχει προκληθεί στη σχετική συζήτηση είναι δυσανάλογη. Η ελληνική πλευρά είναι, όπως πάντοτε, σαφής και ειλικρινής και δεν έχει καμία απολύτως επιδίωξη παραπλάνησης. Τα δύο θαλάσσια πάρκα σε Αιγαίο και Ιόνιο Πέλαγος, τα όρια των οποίων καθορίζονται με αυστηρά περιβαλλοντικά κριτήρια, δεν θίγουν δικαιώματα άλλων. Αυτές οι πρωτοβουλίες θα πρέπει να ενώνουν τους λαούς μας, πόσω μάλλον όταν και οι δύο αντιμετωπίζουμε τις ίδιες προκλήσεις. Για δε τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό στο Αιγαίο, αυτό συνιστά υποχρέωση που απορρέει από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εξάλλου οφείλει και η Τουρκία να λαμβάνει υπ’ όψιν στην ευρωπαϊκή της διαδρομή».
«Η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήδη δημιουργεί καλύτερες συνθήκες για το Κυπριακό. Με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών θεωρώ συμπίπτουμε στην άποψη ότι κανένα πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς διαβουλευτική στάση και παραγωγική σκέψη. Η άτυπη συνάντηση μεταξύ του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και του τουρκοκύπριου ηγέτη, υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, συνιστά ένα πρώτο βήμα μιας αναγκαίας επανεκκίνησης των συζητήσεων. Εμείς παραμένουμε στη διάθεση του Γενικού Γραμματέα για να συμβάλλουμε στον διάλογο για μια δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση του Κυπριακού, στο πλαίσιο των σχετικών αποφάσεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Σε έναν κόσμο γεμάτο διχασμούς, μια ενωμένη ευρωπαϊκή Κύπρος, πέρα από τις συνθήκες ευημερίας που θα δημιουργούσε για τους πολίτες της, θα αποτελούσε ένα εξαιρετικά ισχυρό οικουμενικό σύμβολο».