Ειδικότερα, στο πλαίσιο συντονισμένης αστυνομικής επιχείρησης ευρείας κλίμακας που πραγματοποιήθηκε χθες, Πέμπτη, με τη συνδρομή αστυνομικών της Ειδικής Κατασταλτικής Αντιτρομοκρατικής Μονάδας (Ε.Κ.Α.Μ.), της Υποδιεύθυνσης Αστυνομίας Μυκόνου και του Τμήματος Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Τρικάλων, συνελήφθησαν δυνάμει σχετικών ενταλμάτων σύλληψης 21 μέλη, μεταξύ των οποίων και τα αρχηγικά.
Στη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους για – κατά περίπτωση – εγκληματική οργάνωση, καθώς και παραβάσεις των νομοθεσιών για τα ναρκωτικά, τα όπλα, τις φωτοβολίδες και πυροτεχνήματα, καθώς και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές ενέργειες, περιλαμβάνονται επιπλέον τουλάχιστον 8 άτομα, από τα οποία τα 2 συνελήφθησαν.
Συγκατηγορούμενοί τους είναι 3 ιδιοκτήτες καταστημάτων, τα οποία χρησιμοποιούνταν για την παράδοση και αποστολή χρηματικών ποσών που προερχόταν από πωλήσεις ναρκωτικών, καθώς και ιδιοκτήτης πρακτορείου ΟΠΑΠ, διότι πωλούσε κερδισμένα δελτία τρίτων προσώπων σε μέλη της οργάνωσης, με σκοπό τη νομιμοποίηση των εσόδων τους.
Επίσης, συνελήφθησαν άλλα 3 άτομα, καθώς στο πλαίσιο των αστυνομικών επιχειρήσεων, εντοπίστηκε εργαστήριο καλλιέργειας δενδρυλλίων κάνναβης δια της υδροπονικής μεθόδου (μετασχηματιστές, αφυγραντήρας, λάμπες κ.λπ.), για το οποίο διερευνάται η συσχέτισή του με την υπόθεση.
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., προηγήθηκε πολυετής συνολική έρευνα, καθώς και αξιοποίηση πληροφοριών, με την υποστήριξη της Eurojust και Europol, στο πλαίσιο των οποίων διαπιστώθηκε η ύπαρξη εγκληματικού δικτύου, όπου τα μέλη του δραστηριοποιούνταν τουλάχιστον από το 2020 στη διακίνηση σημαντικών ποσοτήτων κάνναβης και κοκαΐνης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Το εγκληματικό αυτό δίκτυο είχε επαγγελματική υποδομή και ιεραρχική δομή με γεωγραφική εξάπλωση στην Ευρώπη, όπου τα μέλη του λάμβαναν μέτρα προφύλαξης, όπως ενοικίαση οχημάτων, χρήση φορτηγών οχημάτων με νομιμοφανή εμπορεύματα, αποθηκών «καβάτζες», χρησιμοποιώντας μάλιστα εφαρμογές κινητών τηλεφώνων ανταλλαγής κρυπτογραφημένων μηνυμάτων.
Πιο αναλυτικά, το εν λόγω δίκτυο αποτελούνταν από τη βασική εγκληματική οργάνωση, που ήταν επιχειρησιακώς δομημένη, με διακριτούς ρόλους και διαρκή δράση, η οποία εκτεινόταν σε τρείς δραστηριότητες:
Όπως προέκυψε, μέλη της εν λόγω βασικής οργάνωσης ήταν ο ηγετικός πυρήνας του δικτύου, τα οποία διεύθυναν και κατεύθυναν τους υπόλοιπους κατηγορούμενους.
Πρόκειται για τα ηγετικά μέλη, τα οποία μεταξύ άλλων ήταν επιφορτισμένα για την εύρεση και χρηματοδότηση των ναρκωτικών, τον τρόπο προμήθειάς τους, καθώς και τον καθορισμό της τιμής πώλησής τους. Παράλληλα, ήταν και «αφανής» συνιδιοκτήτες εταιρείας ενοικιάσεων οχημάτων στην Αττική, που νοίκιαζε οχήματα σε μέλη της οργάνωσης και σχετίζεται με άλλη εταιρεία στη Μύκονο.
Στο δεύτερο επίπεδο ιεραρχίας της οργάνωσης ανήκαν οι στενότεροι συνεργάτες των ηγετικών μελών, που αναλάμβαναν κατ’ εντολή τους την προμήθεια, μεταφορά, εισαγωγή, διακίνηση των ναρκωτικών και σε ορισμένες περιπτώσεις την είσπραξη των χρημάτων.
Το τρίτο επίπεδο ιεραρχίας αποτελούνταν από τα επιχειρησιακά μέλη, τα οποία δραστηριοποιούνταν κυρίως στην εισαγωγή, μεταφορά, παραλαβή και αποθήκευση των ναρκωτικών.
Στο τέταρτο επίπεδο ανήκαν φιλικά και συγγενικά πρόσωπα των ηγετικών μελών, που υποβοηθούσαν και διευκόλυναν στη συλλογή χρηματικών ποσών για την αγορά και προμήθεια των ναρκωτικών.
Τα μέλη των υπόλοιπων τριών εγκληματικών οργανώσεων δραστηριοποιούνταν κυρίως στην περαιτέρω διακίνηση σημαντικών ποσοτήτων κάνναβης και κοκαΐνης στην Αττική, καθώς και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ μια από τις οργανώσεις αυτές, διευθύνονταν από μέλος της βασικής οργάνωσης και στενό συνεργάτη των ηγετικών μελών.
Από τη μέχρι τώρα έρευνα, έχουν διαπιστωθεί 106 παράνομες πράξεις, σχετιζόμενες με διακίνηση ναρκωτικών ουσιών (εισαγωγές, πωλήσεις κλπ). Διακινήθηκαν πάνω από 1 τόνος και 784 κιλά κάνναβης και περισσότερα από 43 κιλά και 700 γραμμάρια κοκαΐνης, με υπολογιζόμενη αξία τουλάχιστον 8.455.000 ευρώ.
Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν, σε οικίες, επιχειρήσεις και οχήματα, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
Μάλιστα, όπως διαπιστώθηκε, τα μέλη των οργανώσεων διεξήγαγαν πολυτελή βίο, οδηγώντας ακριβά οχήματα και διαμένοντας σε ακριβές οικίες, με μοναδική πηγή εσόδων τους τη διακίνηση ναρκωτικών.
Η πλειονότητά τους έχει απασχολήσει στο παρελθόν της Αρχές, για παρόμοια αδικήματα, καθώς και ληστείες, κλοπές και παραβάσεις της νομοθεσίας περί αθλητισμού.
Τα δύο ηγετικά μέλη της οργάνωσης ήταν οπαδοί ομάδας και είχαν εμπλακεί σε διάφορα οπαδικά επεισόδια. Ενδεικτικά, ένα απ’ αυτά είχε κατηγορηθεί ότι μαζί με οπαδούς της εν λόγω ομάδας επιτίθεντο με τη χρήση βίας, μετά τη λήξη αγώνων, συνήθως ποδοσφαιρικών, σε φιλάθλους αντίπαλων ομάδων, αφαιρώντας τους πορτοφόλια, κινητά τηλέφωνα και μεταφορικά μέσα. Επιπλέον, το εν λόγω μέλος είχε ταυτοποιηθεί ως δράστης της επίθεσης με αιχμηρό αντικείμενο, που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό οπαδού αντίπαλης ομάδας, μετά τη λήξη ποδοσφαιρικού αγώνα το 2016.
Παράλληλα, το άλλο αρχηγικό μέλος είχε εμπλακεί σε οπαδικό επεισόδιο στο πλαίσιο ποδοσφαιρικού αγώνα-τελικού Κυπέλλου το 2017.
Οι συλληφθέντες οδηγούνται στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή, ενώ οι έρευνες για τον εντοπισμό και τη σύλληψη και των υπολοίπων μελών συνεχίζονται.