Σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε στη «Ν» ο ναυλομεσιτικός οίκος Xclusiv Shipbrokers, η ετήσια αύξηση του στόλου των bulkers αναμένεται να κινηθεί στο 3%, ενώ η αύξηση της ζήτησης φαίνεται να περιορίζεται, με τις αρχικές προβλέψεις να μιλούν για μόλις 1% αύξηση στους όγκους μεταφοράς ξηρού φορτίου – σε αντίθεση με το 3% του 2024.
Το γεγονός αυτό συνδέεται κυρίως με την αναμενόμενη επιβράδυνση της κινεζικής ζήτησης, καθώς τα αποθέματα βασικών φορτίων στην Κίνα βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα.
Ιδιαίτερη ανησυχία, όπως τονίζεται, προκαλεί η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς οι νέοι δασμοί και οι προτεινόμενες επιβαρύνσεις σε λιμενικές προσεγγίσεις από πλοία κινεζικής ναυπήγησης ενδέχεται να επηρεάσουν περαιτέρω τη ροή του παγκόσμιου εμπορίου ξηρού φορτίου.
Ουσιαστικά, η τελευταία κλιμάκωση στις εμπορικές εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας σηματοδοτεί μια νέα φάση οικονομικής αντιπαράθεσης, με βαθιές επιπτώσεις στις παγκόσμιες αγορές και τη ναυτιλιακή βιομηχανία.
Μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την Xclusiv Shipbrokers, το επόμενο διάστημα μπορεί να πληγούν περισσότερο οι εξαγωγές των ΗΠΑ από τις εισαγωγές, ασκώντας περαιτέρω πιέσεις στη ναυλαγορά, ειδικότερα στον κλάδο μεταφοράς σιτηρών και χάλυβα.
Παράλληλα, οι παγκόσμιες εμπορικές ροές ενδέχεται να γίνουν πιο περιφερειακές, διαταράσσοντας καθιερωμένες γραμμές και μειώνοντας τη ζήτηση σε τονομίλια.
Με φόντο αυτά τα δεδομένα, ιδιαίτερη σημασία για την εικόνα του τομέα dry αποτυπώνουν οι συνολικές αγοραπωλησίες πλοίων ξηρού φορτίου για το πρώτο τρίμηνο του 2025.
Αυτές οι S&P συναλλαγές (Sale & Purchase) ανήλθαν σε 196 μονάδες, έναντι 238 στο πρώτο τρίμηνο του 2024, σημειώνοντας μείωση της τάξης του 17,6%.
Πιο έντονες ήταν οι μειώσεις στις κατηγορίες Supramax (38 το 2025 έναντι 58 το 2024), Post Panamax (6 έναντι 16) και Newcastlemax (4 έναντι 15).
Όσον αφορά τη μηνιαία εξέλιξη, τον Ιανουάριο καταγράφηκαν 56 συναλλαγές, τον Φεβρουάριο 66 και τον Μάρτιο 70.
Την ίδια ώρα, η ανάλυση ανά ηλικία πλοίων έδειξε τη διεύρυνση της εμπορικής διάρκειας ζωής των παλαιών πλοίων: πλοία 11-15 ετών: 45% των συναλλαγών (89 πλοία), πλοία 16-20 ετών: 25%, σύγχρονα πλοία (0-10 ετών): 12% (πτώση από 24% το 2024), παλαιότερα πλοία (21+ ετών): 15% (αύξηση από 7%), περιλαμβανομένων 7 bulkers άνω των 26 ετών.
Το report της Xclusiv Shipbrokers επιβεβαιώνει την κυριαρχία των Ελλήνων εφοπλιστών στις πωλήσεις, με 44 πλοία να φεύγουν από ελληνικά χέρια το πρώτο τρίμηνο του έτους (23% μερίδιο αγοράς). Ακολούθησαν οι Ιάπωνες με 19% και οι Κινέζοι με 12%.
Από την άλλη πλευρά στους αγοραστές παρατηρείται σημαντική μετατόπιση.
Η Κίνα, που τα τελευταία χρόνια αποτελούσε πρωταγωνιστή στις αγορές, μείωσε τις αγορές της σε 32 πλοία από 64 το 2024.
Η Ελλάδα, επίσης παραδοσιακός αγοραστής, υποχώρησε από τις 75 σε μόλις 19 αγορές.
Χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, που συμμετείχαν με 7 αγορές το 2024, δεν καταγράφουν καμία αγορά το 2025, ενώ και η Τουρκία έχει μειώσει αισθητά την παρουσία της στην αγορά.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, η τελευταία κλιμάκωση στις εμπορικές εντάσεις απειλεί -τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο- με βαθιές επιπτώσεις στις παγκόσμιες αγορές και στη ναυτιλιακή βιομηχανία.
Ενδεικτικά, τα μέτρα έχουν μεγάλο αντίκτυπο και σε αναδυόμενες βιομηχανικές αγορές όπως η Καμπότζη και το Βιετνάμ.
Στο πλαίσιο αυτό, βάσει του report, για την επόμενη χρονιά διαφαίνεται μια πιθανή συνέχεια της στασιμότητας στα κέρδη των αγορών πλοίων μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου.
Επιπρόσθετα, οι πιέσεις στην αγορά ενδέχεται να πυροδοτήσουν αντιδράσεις στην πλευρά της προσφοράς, όπως περαιτέρω μείωση της ταχύτητας πλεύσης των πλοίων, αλλά και πιθανή αύξηση των πλοίων που οδηγούνται για διάλυση.
Ενδεικτική του κλίματος είναι η πορεία του δείκτη Baltic Dry Index (BDI), ο οποίος αποτελεί σημείο αναφοράς για την αγορά θαλάσσιων εμπορευματικών μεταφορών.
O BDI υποχώρησε στις 9 Απριλίου στις 1.259 μονάδες, επεκτείνοντας την πτώση του για 12η συνεχή συνεδρίαση λόγω των υψηλών εντάσεων, χάνοντας 11,63% σε έναν μήνα. Στις 11 Απριλίου διόρθωσε ελάχιστα φτάνοντας στις 1.269 μονάδες.
Αντίστοιχα, ο δείκτης Panamax, ο οποίος αποτελεί μέρος του Baltic Dry και παρακολουθεί τα πλοία που μεταφέρουν 60.000- 70.000 τόνους άνθρακα ή σιτηρών, διεύρυνε τις απώλειές του, χάνοντας 178 μονάδες από τις 1.456 μονάδες στις 26 Μαρτίου (-12,22%), όταν είχε φτάσει στο υψηλότερο επίπεδό του από τις αρχές του 2025.