Ο Άγιος Γεώργιος ήταν αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού και διακρίθηκε για την τόλμη και τη γενναιότητά του. Έλαβε αρχικά το αξίωμα του τριβούνου. Λίγο αργότερα, ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός τον έκανε δούκα (διοικητή) με τον τίτλο του κόμητος (συνταγματάρχη) στο τάγμα τον Ανικιώρων της αυτοκρατορικής φρουράς· «πολλάκις πρότερον μεγαλοπρεπώς διαπρέψας του των σχολών μετά ταύτα πρώτου τάγματος κόμης κατ’ εκλογήν προεβλήθη».
Τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη Δύση απεικονίζεται με ζωηρά χρώματα, φορώντας την πανοπλία του, κρατώντας ασπίδα ή λάβαρο.
Ως τροπαιοφόρος (στρατιωτικός) άγιος και ελευθερωτής συγκεντρώνει πολλές θαυμάσιες διηγήσεις και παραδόσεις, από τις οποίες η σπουδαιότερη είναι αυτή που μιλάει για τον φόνο του δράκοντα και της σωτηρίας της βασιλοπούλας. Το θηρίο αυτό φυλούσε το νερό μιας πηγής κοντά στη Σιλήνα στη Λιβύη και το άφηνε να τρέχει μόνον όταν έβρισκε κάποιον άνθρωπο να φάει. Οι κάτοικοι της περιοχής όριζαν με κλήρο το θύμα του δράκοντα. Ολόκληροι στρατοί είχαν αντιταχθεί με αυτό το τέρας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο κλήρος έφερε και τη σειρά της βασιλοπούλας, την οποία έσωσε ο Άγιος Γεώργιος, φονεύοντας τον δράκο.
Στην πατρίδα του Αγίου Γεωργίου, την Καππαδοκία, συναντώνται οι πρώτες αγιογραφίες του έφιππου Αγίου Γεωργίου, αλλά και τραγούδια που τον εξυμνούν.
Ο Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος αποτελεί γόνο της Καππαδοκίας. Για τον λόγο αυτό ήταν από τους περισσότερο τιμώμενους Αγίους στη Μικρά Ασία και κατ’ επέκταση στις περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στη μητροπολιτική Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι πιο γνωστοί ναοί του Αγίου Γεωργίου στη Μικρά Ασία ήταν της Σμύρνης, της Προύσας, των Κυδωνιών και της Νεάπολης Καππαδοκίας.
Στην Ελλάδα θεωρείται προστάτης του Πεζικού και του Στρατού Ξηράς. Στην εικόνα του δράκου οι Έλληνες είδαν τον Τούρκο κατακτητή, που σκοτώνεται από τον Άγιο.
Είναι ο προστάτης Άγιος της Αγγλίας. Είναι επίσης ο προστάτης Άγιος της Μόσχας, της Αραγονίας, της Γεωργίας και της Καταλονίας, ενώ μέχρι το 18ο αιώνα ήταν και της Πορτογαλίας.
Οι ακριβείς λεπτομέρειες γύρω από την γέννησή του δεν βρίσκουν σύμφωνους όλους τους ιστορικούς. Φαίνεται να γεννήθηκε μεταξύ των ετών 275-285 μ.Χ., από τον Έλληνα Συγκλητικό Γερόντιο, στρατηλάτη στο αξίωμα κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Διοκλητιανού.
Σε παλαιό χειρόγραφο αναφέρεται ότι γεννήθηκε στην Γεωργία, αρχικά ήταν ειδωλολάτρης και αργότερα έγινε χριστιανός. Η μητέρα του ονομαζόταν Πολυχρονία, ήταν χριστιανή και καταγόταν από τη Λύδδα (Διόσπολις, Λοντ) της Παλαιστίνης.
Σε νεαρή ηλικία ο Γεώργιος κατετάγη στον ρωμαϊκό στρατό. Το 303 μ.Χ., όταν άρχισαν οι διωγμοί του Διοκλητιανού, ο Γεώργιος δεν δίστασε να ομολογήσει τη χριστιανική του πίστη προκαλώντας το μένος του Διοκλητιανού, επειδή κατείχε μεγάλο αξίωμα και ήταν αγαπημένος του. Αρχικά του έταξε πλούτη, γη και δούλους για να αλλαξοπιστήσει και όταν ο Γεώργιος αρνήθηκε.
Υπέστη φρικτά βασανιστήρια αλλά ο Θεός τον κρατούσε ζωντανό. Ο Γεώργιος τελικά μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, την Παρασκευή 23 Απριλίου του έτους 303 μ.Χ.
Οι χριστιανοί πήραν το λείψανό του και το έθαψαν μαζί με αυτό της μητέρας του, η οποία μαρτύρησε την ίδια ή την επόμενη ημέρα. Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, ο πιστός υπηρέτης του Γεωργίου, Πασικράτης, εκτελώντας την επιθυμία του, παρέλαβε το λείψανο του Γεωργίου, μαζί με αυτό της μητέρας του και τα μετέφερε στη Λύδδα της Παλαιστίνης. Ο Μέγας Κωνσταντίνος έκτισε ναό πάνω στον τάφο του. Από εκεί οι Σταυροφόροι τα μετέφεραν στη Δύση.