Τα συμπυκνώνει, με αφορμή τη ρήξη του Τραμπ με το διάσημο ίδρυμα της Βοστώνης, ο Ουίλιαμ Κέρμπι (William C. Kirby) καθηγητής στην έδρα Κινεζικών Σπουδών Chang του Χάρβαρντ.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στη Boston Globe (1η Ιουνίου) και ακολούθως στο Harvard Magazine με τον τίτλο This is How Universities Die.
«Το 1910, όλος ο κόσμος ζήλευε τα γερμανικά πανεπιστήμια. Εκείνα ήταν το παγκόσμιο κέντρο επιστημονικής έρευνας, όχι μόνο στις φυσικές επιστήμες αλλά και στη μελέτη της ιστορίας, της πολιτικής, της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας. Οι σύγχρονοι επιστημονικοί κλάδοι ορίστηκαν για πρώτη φορά στη Γερμανία.
Το 1910, το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, που συμπλήρωνε τότε έναν αιώνα ζωής, ήταν το Χάρβαρντ της εποχής. Κάθε σοβαρό αμερικανικό πανεπιστήμιο, από το Τζον Χόπκινς μέχρι το Σικάγο, το Χάρβαρντ και το Μπέρκλεϊ, δημιουργήθηκε ή προσαρμόστηκε σύμφωνα με το «μοντέλο του Βερολίνου». (Γι΄αυτό άλλωστε και το μότο του Στάνφορντ είναι στα γερμανικά).
Η πρωτότυπη έρευνα εκτιμάτο περισσότερο από την απλή μετάδοση γνώσης. Το διδακτικό προσωπικό και οι φοιτητές μάθαιναν μαζί σε σεμινάρια και εργαστήρια. Οι καθηγητές είχαν την Lehrfreiheit, (την ελευθερία να διδάσκουν), ενώ οι φοιτητές απολάμβαναν την Lernfreiheit, την ελευθερία να μαθαίνουν. Αν και χρηματοδοτούνταν εξ ολοκλήρου από το κράτος, το ποιος θα δίδασκε και τι θα διδασκόταν το αποφάσιζαν τα ίδια τα πανεπιστήμια.
Αν το 1910 είχαμε κατατάξεις πανεπιστημίων όπως σήμερα, ίσως οκτώ από τα δέκα κορυφαία στον κόσμο να ήταν γερμανικά. Με μόνη την Οξφόρδη και το Κέιμπριτζ να τα συνοδεύουν σε αυτή την ελίτ λίστα.
Μέχρι και το 1932, το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου παρέμενε η πιο διάσημη τοποθεσία στον κόσμο των πανεπιστημίων. Δύο χρόνια αργότερα, το 1934, είχε καταστραφεί εκ των ένδον αλλά και εξωγενώς.
Η μετατροπή της Γερμανίας από έθνος «ποιητών και στοχαστών» (Dichter und Denker) σε έθνος «δικαστών και δημίων» (Richter und Henker) τής κόστισε και την πρωτοπορία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο αντίκτυπος του νέου εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος που ανήλθε στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1933 έγινε φανερός στις 10 Μαΐου του ίδιου έτους, όταν τα μέλη της Γερμανικής Φοιτητικής Ένωσης -μεταξύ των οποίων πολλοί φοιτητές του Πανεπιστημίου του Βερολίνου- στοίβαξαν δημόσια και έκαψαν βιβλία από δημόσιες βιβλιοθήκες στην Opernplatz, την πλατεία απέναντι από το κεντρικό κτίριο του πανεπιστημίου του Βερολίνου. Ένα πλήθος εβδομήντα χιλιάδων, ανάμεσά τους φοιτητές, καθηγητές και μέλη των SA και των SS -των ταγμάτων εφόδου του Εθνικοσοσιαλισμού- παρακολουθούσε χιλιάδες τόμους να πυρπολούνται.
Πολύ σύντομα, το ναζιστικό καθεστώς εκκαθάρισε τα πανεπιστήμια από τα μη… Άρια και από τα αντιφρονούντα μέλη. Κορυφαίοι ακαδημαϊκοί εγκατέλειψαν το Βερολίνο μαζικά σε μια ιστορική ακαδημαϊκή μετανάστευση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία και αλλού. Τα πανεπιστήμια έχασαν κάθε δυνατότητα αυτοδιοίκησης. Το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου εγκατέλειψε τις δικές του παραδόσεις διδασκαλίας και έρευνας.
Στο κεντρικό Βερολίνο, την ναζιστική περίοδο διαδέχθηκε η ορθοδοξία του ανατολικογερμανικού κομμουνισμού και τέλος, το 1990, η απορρόφηση από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας -με κάθε αλλαγή να συνοδεύεται από μια νέα εκκαθάριση του διδακτικού προσωπικού.
Το 2010, κατά την 200ή επέτειο του πανεπιστημίου -το οποίο τώρα ονομάζεται Πανεπιστήμιο Χούμπολτ- ο πρόεδρός του καλωσόρισε τους καλεσμένους λέγοντας: «Σήμερα κανείς, πουθενά στον κόσμο, δεν είναι διατεθειμένος να εκλάβει αυτό το πανεπιστήμιο ως πρότυπο». Πράγματι. Το Πανεπιστήμιο Χούμπολτ, που δεν είναι πλέον το κορυφαίο πανεπιστήμιο στον κόσμο, σήμερα δεν είναι καν το καλύτερο στη Γερμανία ούτε καν το καλύτερο στο Βερολίνο.
Πεκίνο. Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα , η Κίνα ανέπτυξε ένα αξιοσημείωτο σύνολο κολεγίων και πανεπιστημίων: ένα μικρό μεν σύστημα, που σταδιακά κατέστη ένα από τα καλύτερα και πλέον καινοτόμα στον κόσμο. Τα ιδρύματά της ήταν κινεζικά και ξένα, δημόσια και ιδιωτικά. Το σύστημα αποτελούνταν από κορυφαία κρατικά πανεπιστήμια – το Πανεπιστήμιο του Πεκίνγκ στο Πεκίνο και το Εθνικό Κεντρικό Πανεπιστήμιο (βασισμένο στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου) στο Ναντζίνγκ. Τα δε κορυφαία ιδιωτικά ιδρύματα της Κίνας είχαν συχνά διεθνείς εταίρους, ακόη και χρηματοδότηση (Ιατρικό Κολλέγιο Πεκίνου) από το Ίδρυμα Ρόκφελερ.
Το Πανεπιστήμιο Tsinghua (Τσινγκχουά) στο Πεκίνο ξεκίνησε το 1911 ως προπαρασκευαστικό σχολείο που προετοίμαζε τους φοιτητές του για σπουδές στην Αμερική. Μέχρι τη δεκαετία του 1930, ήταν το κορυφαίο ερευνητικό πανεπιστήμιο της Κίνας, αφιερωμένο στην ελεύθερη και ανοιχτή έρευνα.
Όταν οι Ιάπωνες κατέλαβαν το Πεκίνο το 1937, το Τσινγκχουά ηγήθηκε της προσπάθειας για τη μεταφορά κορυφαίων κινεζικών πανεπιστημίων στα νοτιοδυτικά της Κίνας. Μερικοί από τους πιο διάσημους και καινοτόμους αποφοίτους του Tsinghua, όπως οι βραβευμένοι με Νόμπελ φυσικοί Yang Zhenning και Li Zhendao, ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ο πρόεδρος του Τσινγκχουά και επικεφαλής του Εθνικού Νοτιοδυτικού Πανεπιστημίου, Mei Yiqi, εξακολουθεί να θυμάται σήμερα την υπεράσπιση της φιλελεύθερης εκπαίδευσης, τη θεσμική αυτονομία και την ακαδημαϊκής ελευθερία, ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές του πολέμου. Γι’ αυτό τον θυμούνται ως τον «αιώνιο πρόεδρο». Eν ολίγοις, το Τσινγκχουά επέζησε οκτώ χρόνια εξορίας και πολέμου και στάθηκε σταθερό στις ακαδημαϊκές του αξίες.
Αυτό στο οποίο δεν μπόρεσε να επιβιώσει ήταν η κομμουνιστική κατάκτηση της Κίνας το 1949. Οι μακροχρόνιοι δεσμοί του Τσινγκχουά με τις Ηνωμένες Πολιτείες διεκόπησαν και δεν επαναλειτούργησαν επί τρεις δεκαετίες. Τα κινεζικά πανεπιστήμια αναδιατάχθηκαν σύμφωνα με τα σταλινικά πρότυπα και γρήγορα σοβιετοποιήθηκαν. Μια νέα πανεπιστημιούπολη του Τσινγκχουά δημιουργήθηκε δίπλα στην αρχική. Το δεκατριώροφο κεντρικό κτίριό της, ένα βάναυσο σταλινικό συγκρότημα τριών κτιρίων, κυριαρχούσε πλέον στην πανεπιστημιούπολη. Το 1952 το Τσινγκχουά έγινε πολυτεχνείο για την εκπαίδευση μηχανικών σύμφωνα με τον αυστηρό κεντρικό σχεδιασμό. Οι σχολές επιστημών και ανθρωπιστικών επιστημών, η γεωργική σχολή και η νομική καταργήθηκαν και οι καθηγητές τους διασκορπίστηκαν σε άλλα ιδρύματα. Τα μέλη που δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να εργαστούν υπό το νέο καθεστώς είτε διέφυγαν στο εξωτερικό είτε εκκαθαρίστηκαν στην πατρίδα τους.
Η αδιάκοπη πολιτικοποίηση των πανεπιστημίων υπό τον Μάο Τσε Τουνγκ αρχικά αποδυνάμωσε και στη συνέχεια σχεδόν κατέστρεψε το πανεπιστήμιο.
Κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης της δεκαετίας του 1960, έγινε τόπος αιματηρών συγκρούσεων και τελικά έκλεισε. Η Πολιτιστική Επανάσταση κατέστρεψε ακόμη και την εμβληματική πύλη του Τσινγκχουά, η οποία αντικαταστάθηκε για ένα διάστημα από ένα τεράστιο άγαλμα του Μάο, το οποίο με τη σειρά του αντικαταστάθηκε από ένα αντίγραφο της αρχικής πύλης το 1991. Το Τσινγκχουά επανέλαβε την πλήρη λειτουργία του, μόνο το 1978. Χρειάστηκε να φθάσει η εκατονταετηρίδα του πανεπιστημίου, το 2011, έως ότου να ανακτήσει το Τσινγκχουά τη θέση του ως κορυφαίου, ολοκληρωμένου, ερευνητικού πανεπιστημίου.
Βοστώνη. Το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1636 ως δημόσιο ίδρυμα. Ιδρυτής του δεν ήταν ο Τζον Χάρβαρντ, αλλά το Γενικό Δικαστήριο της Μασαχουσέτης. Τον δέκατο έβδομο αιώνα η επιβίωσή του στηριζόταν σε φόρους και «εισφορές» από τον μακρινό Νότο, όπως το Νιου Χέιβεν, οποίοι κατά καιρούς επιβάλλονταν στο καλαμπόκι και από τα έσοδα του πορθμείου του Τσάρλεσταουν που συνέδεε το Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης με τη Βοστώνη της ίδιας Πολιτείας, τα οποία πληρώνονταν σε γουαμπουμπίγ (το νόμισμα της Αποικίας του Κόλπου της Μασαχουσέτης).
Καίτοι ιδρυθέν 140 χρόνια πριν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Χάρβαρντ διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στη δημιουργία του αμερικανικού έθνους. Μετά τις μάχες του Λέξινγκτον και του Κόνκορντ* τον Απρίλιο του 1775, η πανεπιστημιούπολη του Κολλεγίου στο Κέιμπριτζ συντάχθηκε με την Επανάσταση. Ο στρατηγός Τζορτζ Ουάσινγκτον εγκατέστησε το πρώτο του αρχηγείο στο Γουόντσγουορθ Χάουζ, στο Χάρβαρντ Γιάρντ. Στις 3 Ιουλίου 1775, κατευθύνθηκε στο Κέιμπριτζ Κόμον για να αναλάβει τη διοίκηση του Ηπειρωτικού Στρατού. Χίλιοι έξι εκατό αποικιακοί στρατιώτες στάθμευαν στα κτίρια του Χάρβαρντ.
Στις 3 Απριλίου 1776, αφού ο Ουάσινγκτον είχε εκδιώξει τους Βρετανούς από τη Βοστώνη, το Χάρβαρντ του απένειμε το πρώτο του διδακτορικό στη νομική.
Το Χάρβαρντ και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν έκτοτε στενά συνδεθεί. Η Αίθουσα Μνήμης ανεγέρθηκε μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο προς τιμήν των αποφοίτων και των καθηγητών του που πολέμησαν για την Ένωση. Η Εκκλησία Μνήμης αφιερώθηκε σε εκείνους τους άνδρες του Χάρβαρντ που πέθαναν για την πατρίδα τους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έκτοτε τιμά όλους όσους πέθαναν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον πόλεμο της Κορέας και στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στρατιώτες στεγάστηκαν ξανά στην πανεπιστημιούπολη του Χάρβαρντ και το Πανεπιστήμιο αφιερώθηκε στην πολεμική προσπάθεια. Το διδακτικό προσωπικό του Χάρβαρντ υπηρέτησε την στρατιωτική προσπάθεια με πολλαπλούς τρόπους. Ανέπτυξε προηγμένες τορπίλες για υποβρύχιο πόλεμο και τη βόμβα ναπάλμ που χρησιμοποιήθηκε στον βομβαρδισμό εχθρικών πόλεων, ενώ βοήθησε στη δημιουργία της πρώτης ατομικής βόμβας. Παρείχε επίσης υπηρεσίες στον τομέα των μυστικών υπηρεσιών. Πολυάριθμοι ακαδημαϊκοί του Χάρβαρντ εντάχθηκαν στο Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS), τον πρόδρομο της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA).
Μετά τον πόλεμο, το Χάρβαρντ δημιούργησε ένα πρόγραμμα σπουδών που επικεντρώθηκε στη Γενική Εκπαίδευση για μια Ελεύθερη Κοινωνία για να δώσει στους φοιτητές «μια κοινή κατανόηση της κοινωνίας που θα έχουν συλλογικά», έννοια που θα υιοθετηθεί σε εθνικό επίπεδο.
Αν ο πόλεμος του Βιετνάμ οδήγησε, αντιθέτως, σε ένα Χάρβαρντ έντονα διχασμένο ως προς την ορθότητα αυτού του σκοπού, στο πέρασμά του το Χάρβαρντ δημιούργησε τη Σχολή Διακυβέρνησης Κένεντι (JFK School of Government) για να προετοιμάσει τους φοιτητές για σταδιοδρομίες στη δημόσια διοίκηση – ένα κορυφαίο κέντρο για τη μελέτη και την πρακτική της διακυβέρνησης.
Για σχεδόν τέσσερις αιώνες, οι αποφάσεις και οι ενέργειες του Χάρβαρντ ήταν αυτές που έδιναν τον ρυθμό στην αμερικανική τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σήμερα, το Χάρβαρντ έχει γίνει αυτό που δεν ήταν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, του Εμφυλίου Πολέμου ή ακόμα και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: το κορυφαίο ερευνητικό πανεπιστήμιο στον κόσμο, με φήμη ίση, αν όχι μεγαλύτερη, από αυτή του Πανεπιστημίου του Βερολίνου τον δέκατο ένατο αιώνα. Καθώς αποκτούσε εθνική καταξίωση τον εικοστό αιώνα, πανεπιστήμια σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες ανταγωνίζονταν για να γίνουν το «Χάρβαρντ του Νότου» (Ντιουκ, Βάντερμπιλτ, Ράις), το «Χάρβαρντ της Μεσοδυτικής Αμερικής» (Μίσιγκαν, Νορθγουέστερν, Πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον) και το «Χάρβαρντ της Δύσης» (Στάνφορντ).
Ωστόσο, σήμερα το Χάρβαρντ είναι ένα ίδρυμα που αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού περισσότερο στο εξωτερικό παρά στο εσωτερικό, σε μια εποχή δημόσιας (και πολιτικοποιημένης) κριτικής της αμερικανικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σαράντα τρεις από τις πενήντα πολιτείες των ΗΠΑ έχουν αποεπενδύσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση από το 2008. ενώ κορυφαία δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένου του Χάρβαρντ, γίνονται αλεξικέραυνα για πολιτικούς και πολιτισμικούς πολέμους της εποχής.
Αν και η πολυμέτωπη επίθεση της κυβέρνησης Τραμπ στο Χάρβαρντ μπορεί να είναι λιγότερο βίαιη (τουλάχιστον προς το παρόν) σε σύγκριση με τις αυταρχικές καταλήψεις του Πανεπιστημίου του Βερολίνου ή του Πανεπιστημίου Τσινγκχουά, δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη. Είναι μια προσπάθεια να καταστραφούν οι ακαδημαϊκές ελευθερίες και η θεσμική αυτονομία που αποτελούν σήμα κατατεθέν κάθε μεγάλου σύγχρονου πανεπιστημίου.
Ευτυχώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι (ακόμα) το Βερολίνο του 1933 ή το Πεκίνο του 1950. Διατηρούν ανεξάρτητη δικαστική εξουσία και κράτος δικαίου, και διατηρούν, στο πρόσωπο του Χάρβαρντ, ένα πανεπιστήμιο με την ιστορία, τη βούληση και τους πόρους για να αντισταθούν. Στην αντίστασή του, το Χάρβαρντ έχει επιβεβαιώσει την ηγετική του θέση στην αμερικανική τριτοβάθμια εκπαίδευση όσο κανένα άλλο ίδρυμα δεν θα μπορούσε. Σε περίπτωση που αποτύχει, θα γίνουμε μάρτυρες της καταστροφής του κλάδου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στον οποίο αυτή η χώρα εξακολουθεί να είναι η πρώτη. Θα καταστρέψουμε την ικανότητά μας να προσλαμβάνουμε ταλέντα από παντού. Θα παρακμάσουμε. Γιατί η ιστορία δείχνει ότι τα πανεπιστήμια μπορούν να πεθάνουν και τα έθνη να παρακμάζουν.
Επιμέλεια: Γιάννης Δοδόπουλος