© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Είχαμε τη χαρά, να μιλήσουμε μαζί του.
Με όλο το μορφωτικό και επαγγελματικό background που σας χαρακτηρίζει -με την τεχνολογία και την καινοτομία να φαίνεται πως δίνουν πάντα τον ρυθμό-, να ξεκινήσουμε με λίγα λόγια για την απόφασή σας να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; Τι σας ώθησε σε αυτή τη διαδρομή;
«Αποτελεί κοινή πεποίθηση, για τους περισσότερους, το γεγονός ότι η λογοτεχνική συγγραφή εδράζεται κατά βάση σε ανθρωπιστικές, θεωρητικές ή κλασικές όπως λέγαμε σπουδές. Στο μυαλό πολλών υπάρχει εμπεδωμένος ο δυισμός ανάμεσα στη θεωρητική και τη θετική-πρακτική κατεύθυνση, ανάμεσα στα αρχαία, νέα ελληνικά και στη φυσική ή τα μαθηματικά. Η λογοτεχνία αλλά και κατ’ επέκταση η τέχνη είναι κάπως καταγεγραμμένες ως παιδιά της πρώτης κατεύθυνσης. Μπορεί στατιστικά να αποδεικνύεται αλλά, κατά τη γνώμη μου, τέτοιου είδους διαχωρισμοί ίσως να είναι τεχνητοί, η ανθρώπινη διανόηση είναι ενιαία. Ο Τσέχωφ ήταν γιατρός. Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι τι ήταν τελικά; Επιστήμονας-μηχανικός ή καλλιτέχνης;
Για εμένα, η ανάγνωση υπήρξε σταθερός συνοδοιπόρος από τα σχολικά μου χρόνια. Η λογοτεχνία ήταν και είναι ένα δεύτερο σπίτι, οι συγγραφείς και οι χαρακτήρες των ιστοριών μέλη της οικογένειας, συγγενείς, φίλοι. Ένα παράλληλο σύμπαν. Ένα δεύτερο σπίτι που σε φροντίζει στις δυσκολίες, στις απογοητεύσεις, στον πόνο, γιορτάζει με τις χαρές σου και πάντα σου υπενθυμίζει ότι έχει σημασία η μεγάλη, η υπαρξιακή εικόνα.
Αυτή η αγάπη σε συνδυασμό με την ανεξήγητη ανάγκη προσωπικής έκφρασης οδήγησαν και στην ίδια τη συγγραφή. Δεν είναι μια διαδικασία που μπορεί να εξηγηθεί με απολύτως λογικό τρόπο. Η ωριμότητα και η συσσώρευση πολλών και διαφορετικών εμπειριών βοήθησαν στη δική μου περίπτωση».
Θα μας συστήσετε το «Μπίζνες αζ γιούζουαλ»;
«Το “Μπίζνες αζ γιούζουαλ” είναι μια συλλογή διηγημάτων που έχει στόχο να πει ιστορίες. Ζωντανές ιστορίες σαν αυτές που συμβαίνουν καθημερινά στους ανθρώπους. Ιστορίες που γεννιούνται στον επαγγελματικό, οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο. Επιχειρηματίες, στελέχη, συνάδελφοι, φίλοι, πατέρες, μητέρες, γιοι, κόρες. Μια διαρκής μάχη επιβίωσης, επιβολής και εξουσίας. Αριβισμός, κυνισμός, ναρκισσισμός, φόβος, φθόνος, αδιαφορία, υποκρισία, μυρωδιές που αναδύονται από φανταχτερά γραφεία, σπίτια, αυτοκίνητα. Αλλά και αγάπη, ακεραιότητα, αντοχή. Όλα μαζί αθροίζονται και αφαιρούνται σε ένα αέναο ξεκαθάρισμα λογαριασμών του καθενός με τους άλλους αλλά κυρίως με τον εαυτό του».
Πρώτη σας έκδοση. Σκέψεις, συναισθήματα που σας κατέκλυσαν μόλις κρατήσατε ολοκληρωμένο το πόνημά σας. Σκέψεις, συναισθήματα που, ίσως, θα έχει ο αναγνώστης;
«Ναι, είναι το πρώτο μου βιβλίο. Η αλήθεια είναι ότι η απόφαση για να στείλει κάποιος τις ιστορίες του σε έναν εκδοτικό Οίκο για να τις κρίνει και να επιλέξει αν θα τις εκδώσει ή όχι είναι βασανιστική. Μια σειρά από παράγοντες -όπως η προσωπική ανασφάλεια, τα αγεωγράφητα νερά στα οποία εισέρχεται, η διάχυτη αίσθηση της έκθεσης, δρουν ανασταλτικά. Η αγάπη για τη γραφή και την έκφραση είναι το μοναδικό ισχυρό κίνητρο να το τολμήσει.
Έχοντας, όμως, όλα αυτά τα χρόνια της ανάγνωσης τοποθετήσει τους συγγραφείς σε ένα άπιαστο βάθρο σπουδαιότητας και μεγαλοσύνης για το ταλέντο και την επιμονή τους, όσο πλησίαζε το ορόσημο της έκδοσης, η ανασφάλεια και η ανησυχία εντείνονταν. Ήταν κάτι το εντελώς αναπάντεχο.
Όταν κράτησα το πρώτο αντίτυπο στα χέρια μου και παρατηρούσα το εξώφυλλο, έργο του Αλέκου Παπαδάτου, γύριζα στο οπισθόφυλλο, άγγιζα με τα δάχτυλά μου τις σελίδες, εστίαζα στα χρώματα και στην τυπωμένη γραμματοσειρά· τότε μου εμπεδώθηκε στέρεα η πεποίθηση ότι το ίδιο το βιβλίο, σαν αντικείμενο και μόνο, απέπνεε τη λιτότητα και την αισθητική που είχα φανταστεί, εξέπεμπε το κατάλληλο μήνυμα. Αν θα άρεσε το περιεχόμενο ήταν μια επιπλέον αγχωτική διάσταση, αλλά το πρώτο απαραίτητο βήμα ήταν σταθερό.
Πρωτόγνωρα ήταν τα συναισθήματα στην επίσημη παρουσίαση του βιβλίου, όπου αναπάντεχα συγκεντρώθηκε ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων που είχα συναναστραφεί όλα αυτά τα χρόνια. Φίλοι από το Γυμνάσιο -που κάποιους είχα να τους δω δεκαετίες πίσω, συνάδελφοι παλιοί και νέοι, ανώτατα στελέχη επιχειρήσεων με κουστούμια και χαρτοφύλακες ερχόμενοι κατευθείαν από το γραφείο, συγγενείς που ήρθαν από την Περιφέρεια, εγκάρδιοι φίλοι που ούτε τους πέρναγε ποτέ από το μυαλό ότι έγραφα, ένας πολύχρωμος καμβάς από πρόσωπα που χαμογελούσαν και μου ζητούσαν να γράψω δυο λόγια στο αντίτυπό τους. Πολύ ανθρώπινες, ξεχωριστές στιγμές.
Σε ό,τι αφορά τους αναγνώστες και τα δικά τους συναισθήματα, το μόνο που μπορώ με σιγουριά να πω είναι η φράση του Προυστ: “Ο κάθε αναγνώστης διαβάζει αυτό που έχει μέσα του”».
Το «Μπίζνες αζ γιούζουαλ» μοιάζει να κουβαλά εμπειρίες, εικόνες, στοιχεία του χώρου σας -τα περισσότερα διηγήματα είναι εντός επαγγελματικού περιβάλλοντος. Πόσο αυτοβιογραφικό είναι; Και, υπάρχουν σκέψεις για συγγραφή με θεματολογία εκτός του χώρου των επιχειρήσεων;
«Κατά τη δική μου οπτική κάποιος που γράφει ιστορίες μπορεί να το κάνει ευκολότερα ή και πειστικότερα αν έχει μια βάση, έναν κάβο, μια άγκυρα, κάτι να πιαστεί. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο, αλλά είναι πραγματικά πολύ δυσκολότερο να χειριστείς ένα σύστημα με πάρα πολλούς βαθμούς ελευθερίας. Καλό είναι να υπάρχουν κάποιες σταθερές -ένα βίωμα, ένα ερέθισμα, κάποιο συναίσθημα, μια συμπεριφορά, ένα όνειρο ακόμα-, τις οποίες, καθώς σου είναι οικείες, μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις στα θεμέλια της ιστορίας. Όταν αυτό επιτευχθεί, η ιστορία η ίδια σε καθοδηγεί στη συνέχεια, ρέει μόνη της, παίρνει το τιμόνι. Είναι, κατά την άποψή μου, αδύνατο να βγεις εντελώς από τον εαυτό σου, συνειδητό ή ασυνείδητο, γράφοντας μια ιστορία. Όμως, η επίδραση σταματά σε αυτές τις λίγες σταθερές. Μετά αναλαμβάνουν η δημιουργικότητα, η φαντασία, η καινοτομία και το πάθος. Αυτή είναι η μαγεία της μυθοπλασίας.
Η πραγματικότητα είναι ότι οι ιστορίες που εκτυλίσσονται εντός επαγγελματικού περιβάλλοντος και που περιλαμβάνονται στη συλλογή είναι δεκατρείς από το σύνολο των είκοσι. Οι υπόλοιπες αναφέρονται σε κοινωνικές, οικογενειακές σχέσεις. Υπάρχει μια σχετική ποικιλία τόσο στη θεματολογία, στην αφήγηση (πρωτοπρόσωπη, τριτοπρόσωπη, δευτεροπρόσωπη), ακόμα και στην έκταση των ιστοριών.
Απλά, η οικειότητα και η προσωπική εμπειρία σε συγκεκριμένους χώρους ενισχύουν τη λεπτομέρεια και την αληθοφάνεια που, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, η μυθοπλασία πρέπει να περιλαμβάνει. Θα ήταν δύσκολο για εμένα να φωτίσω ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις και συγκρούσεις αν αυτές διαδραματίζονταν έξω από τα τείχη της Τροίας, για παράδειγμα. Μου είναι πιο εύκολο να τις τοποθετήσω σε ένα meeting room, η διαρρύθμιση, τα χρώματα, τα έπιπλα του οποίου καλύπτουν τα μάτια μου, οι μυρωδιές του καφέ, του κάθε αρώματος, της κάθε ανάσας, τρυπούν τα ρουθούνια μου και οι λέξεις, ο ήχος των πληκτρολογίων, τα τηλεφωνήματα ηχούν στα αυτιά μου».
Υπάρχει κάποια εμπειρία σας που σας προβλημάτισε σχετικά με τη συμπερίληψή της σε κάποιο διήγημα; Και αν ναι, τελικά της δώσατε χώρο στο βιβλίο σας;
«Όχι, δεν είχα ενδοιασμούς ή δεύτερες σκέψεις σχετικά με τη συμπερίληψη ή μη κάποιας ιστορίας. Η βασική ιδέα ήταν οι ιστορίες να είναι ζωντανές, ο αναγνώστης να μπορεί να τις “διαβάσει” με όλες του τις αισθήσεις, να νιώσει ότι για τον σύντομο αυτό χρόνο της ανάγνωσης είναι μέσα στο σκηνικό, έξω από την τρέχουσα πραγματικότητά του.
Αν με ρωτάτε αν υπάρχουν προπλάσματα νέων ιστοριών, η απάντηση είναι ότι η φυσική περιέργεια και τα “μεταλλαγμένα βιώματα” δεν στερεύουν εύκολα».
Είναι κάποιος από τους πρωταγωνιστές σας ή κάποιο από τα διηγήματα περισσότερο κοντά σε εσάς; Περισσότερο κοντά σε εμπειρίες ή αλήθειες σας;
«Αγαπάω εξίσου όλες τις ιστορίες και τους πρωταγωνιστές τους. Ξέρετε δεν είναι καθόλου στις προθέσεις μου ο διδακτισμός και η υπόδειξη προς τον αναγνώστη. Θέλω να παρακολουθώ τη δράση, τις συγκρούσεις, τις συμπεριφορές των ηρώων. Δεν παρεμβαίνω παίρνοντας θέση, δεν μισώ, δεν τιμωρώ τα πρόσωπα, δεν τα χλευάζω, δεν τα αγιοποιώ. Πουθενά δεν υπάρχει το “απόλυτο κακό” ή το “απόλυτο καλό”, ο μανιχαϊσμός δεν με εκφράζει. Το μόνο που αλλάζει στον χώρο και τον χρόνο είναι η δοσολογία από το καθένα. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού υποκείμενο όλων των αλληλεπιδράσεων είναι ο άνθρωπος, ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο την ίδια χρονική στιγμή».
Πείτε μας λίγα λόγια για το εξώφυλλο της έκδοσης -σχεδιασμένο από τον Αλέκο Παπαδάτο, που θα έλεγε κανείς ότι είναι ένα διήγημα από μόνο του;
«Ο Αλέκος είναι, ταυτόχρονα, ένας αναγνωρισμένος καλλιτέχνης και ένας συνεπέστατος επαγγελματίας. Η ιστορία έχει ενδιαφέρον.
Είναι καλοκαίρι του 2024 και σύμφωνα με τον προγραμματισμό του εκδοτικού Οίκου θα έπρεπε να κλείσουμε το εξώφυλλο σχετικά άμεσα. Έχουμε δει μια σειρά από εναλλακτικές, οι οποίες δεν με ενθουσιάζουν. Μου έχει γίνει έμμονη ιδέα ότι θέλω ένα εξειδικευμένο σκίτσο –ίσως λίγο vintage– που να αντιπροσωπεύει το περιεχόμενο του βιβλίου, να μην είναι γενικό, αόριστο, να μην μπορεί να ταιριάξει σε άλλο βιβλίο πέρα από αυτό, σαν να ήταν μέρος των ιστοριών και, ταυτόχρονα, συγκεφαλαίωσή τους. Δεν ζητούσα και λίγα για τόσο σύντομο διάστημα μέσα στον Αύγουστο! Συζητώντας το με έναν φίλο και περιγράφοντας την απόγνωσή μου, μου πρότεινε τον Παπαδάτο, “έχει κάνει το “Logicomix”” μου είπε. Αυτό ήταν. Ποιος έχει τελειώσει το Πολυτεχνείο και δεν έχει στη βιβλιοθήκη του το καταπληκτικό “Logicomix”. Επικοινωνήσαμε και με κέρδισε από την πρώτη στιγμή με τον επαγγελματισμό του, λέγοντάς μου ότι πρέπει πρώτα να διαβάσει το βιβλίο και μετά θα αποφασίσει αν θα το αναλάβει.
Στην πρώτη μας συνάντηση, στο φλεγόμενο αυγουστιάτικο Παγκράτι, μου περιέγραψε την ήδη διαμορφωμένη έμπνευσή του από τις ιστορίες. Ήμασταν αμέσως στο ίδιο μήκος κύματος και ξεκινήσαμε να διαμορφώνουμε το βασικό concept και το μήνυμα που θέλουμε να μεταδίδει. Ακολούθησαν προσχέδια, σχόλια, δουλέψαμε και την παραμικρή λεπτομέρεια, από τις λεπτές ρυτιδώσεις του προσώπου του ήρωα έως το μέγεθος και την κίνηση των φύλλων που αιωρούνται. Αυτό ήταν που με κέρδισε στον Αλέκο· η επιμονή στην κάθε λεπτομέρεια που υπηρετεί πιστά το κεντρικό μήνυμα της εικόνας.
Ακόμα και τώρα που το κοιτάω, δεν μπορώ καν να φανταστώ τις ιστορίες χωρίς αυτό το εξώφυλλο. Σαν να ξεπήδησε μέσα από αυτές».
Ρούμπη Μαρκάτου: δύο φορές πρωταγωνίστρια στο «Δύο» και στο «Μεικτοί αριθμοί, σύνθετα κλάσματα». «Στα σαράντα πέντε της ήταν ήδη ένας μύθος στη διοίκηση της τεχνολογίας», και κάπου στο φόντο η μικρή της κόρη… και στα δύο διηγήματα. Η συγκεκριμένη πρωταγωνίστρια μας έφερε σκέψεις, προβληματισμούς για θέματα που αφορούν τον συνδυασμό καριέρας και μητρότητας. Θέλουμε ένα σχόλιό σας.
«Το επαγγελματικό περιβάλλον μπορεί να κυμαίνεται από απαιτητικό έως απάνθρωπο. Ανεβαίνοντας την τροφική αλυσίδα, πλησιάζοντας τις οροφές της εξουσίας, της δύναμης και του χρήματος, συνήθως η θερμοκρασία του κυνισμού ανεβαίνει επικίνδυνα, οι προσωπικές αντιστάσεις πέφτουν και ο αριβισμός γίνεται αρετή. Από ένα σημείο και μετά, το τιμόνι αναλαμβάνει ο ναρκισσισμός και όλα γίνονται απλά ένα παιχνίδι επιβολής. Αυτά είναι επαναλαμβανόμενα μοτίβα από τότε που υπάρχουν άνθρωποι· τα αναγνωρίζουμε και σήμερα, σε όλα τα πεδία.
Σε τέτοιες καταστάσεις οι ισορροπίες είναι εξαιρετικά εύθραυστες, τα επίδικα τεράστια και οι ανθρώπινες ευαισθησίες εκλαμβάνονται ως αδυναμίες σε αυτή την τρελή κούρσα. Τα διλήμματα είναι τόσο καταλυτικά που εμφιλοχωρούν σε πυρηνικές σχέσεις όπως αυτές γονιού-παιδιού και συμβολίζονται εναργέστερα από μια μητέρα. Νομίζω, οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται τι διακυβεύεται· η αλλοτρίωση είναι, συχνότατα, το παρατηρούμενο αποτέλεσμα. Ο άνθρωπος οφείλει στην ουσία να γίνει “Υπεράνθρωπος”, με διαφορετικό περιεχόμενο από το γνωστό νιτσεϊκό, για να αντεπεξέλθει. Συνήθως, δεν τα καταφέρνει».
Συγγραφείς, έργα με επίδραση σε εσάς παρελθοντική, παροντική ή και διαχρονική;
«Όπως όλοι γνωρίζουν, η επίδραση της λογοτεχνίας είναι εντονότερη όταν τα νοητικά κύματα του συγγραφέα-πομπού συντονίζονται με τη διανοητική κεραία του αναγνώστη-δέκτη. Στον παλιό αναλογικό κόσμο, αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μεταβάλλοντας τη συχνότητα εκπομπής και λήψης· θυμηθείτε το παλιό ραδιόφωνό σας.
Στην πορεία της ζωής του ανθρώπου, η συχνότητα λήψης αλλάζει συχνά. Οι εμπειρίες, τα γεγονότα, τα πάθη, οι επιρροές, οι συνθήκες, η τύχη, όλα μαζί γυρνάνε διαρκώς το κουμπί συντονισμού, με αποτέλεσμα να μπορεί να λαμβάνει άλλες συχνότητες συγγραφικής εκπομπής.
Η δική μου διανοητική κεραία στα σχολικά χρόνια “έπιανε” Λουντέμη, Μπεράτη, Διδώ Σωτηρίου, Βενέζη, Καρκαβίτσα, Καζαντζάκη. Στα φοιτητικά, Κούντερα, Μπρυκνέρ, Σαρτρ, Έκο, Καμύ. Στη συνέχεια, κυρίως Γερμανούς· Μπελ, Γκρας, Μαν, αλλά και Κάφκα, Πεσσόα. Αποκεί και πέρα, γυρνούσα σκόπιμα το κουμπί του συντονισμού, ώστε να λαμβάνω ενδεικτικά συχνότητες όπως του Παπαγιώργη, του Κονδύλη, του Χαριτόπουλου και, φυσικά, του Κάρβερ, του Τσέχωφ, όταν ανακάλυπτα τη δύναμη του διηγήματος.
Πολύ συχνά επανασυντονίζεις το κουμπί σε γνωστές παλιές συχνότητες και εκεί λαμβάνεις νέα, καινούργια, άγνωστα μηνύματα, ένα μαγικό φαινόμενο που δεν απαντάται στην επιστήμη των ραδιοκυμάτων.
Αν έπρεπε να διαλέξω, θα έλεγα “Οι εξομολογήσεις του απατεώνα Φέλιξ Κρουλ” του Τόμας Μαν, “Ο Κλόουν” του Χάινριχ Μπελ, “Το τέλος της μικρής μας πόλης” του Δημήτρη Χατζή.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα αγαπημένα μας βιβλία μαρκάρονται μέσα μας, όχι γιατί θυμόμαστε με λεπτομέρειες την ίδια την ιστορία του βιβλίου -αυτή συνήθως ξεθωριάζει, ξεχνιέται· αυτό που δεν ξεχνιέται είναι το πώς μας έκανε να νιώσουμε όταν το διαβάζαμε».
Κάποιο βιβλίο που πρόσφατα διαβάσατε και σας άρεσε;
«Θα επιλέξω ένα αριστούργημα, όχι τόσο γνωστό. Δεν το διάβασα πολύ πρόσφατα, αλλά το επιλέγω και λόγω επικαιρότητας. Είναι το “Δεν γίνονται αυτά εδώ” του Σίνκλερ Λιούις. Ο Λιούις είναι εκπληκτικός, κέρδισε το πρώτο αμερικανικό Νόμπελ και το συγκεκριμένο έργο προκαλεί ανατριχίλα με την προφητική του διάσταση. Το προτείνω με ένταση».
Κάποια αγαπημένα μουσικά ακούσματα, καλλιτέχνες, τραγούδια;
«Δεν είναι εύκολο να αποφύγει κανείς την ηλικία του· U2, REM, Phil Collins, αλλά και Mahler, Κατσιμιχαίοι, Django Reinhardt. Μου αρέσει η ποικιλία, η ανακάλυψη είναι αναζωογονητική. Τα τελευταία χρόνια έχω στραφεί περισσότερο στους δικούς μας, κυρίως τους πιο εμβληματικούς, είναι πράγματι πολύ σπουδαίοι».
Κύριε Τζωρτζακάκη, θα επιλέξετε λίγα λόγια -μια δυο φράσεις- από κάποιο από τα διηγήματα του «Μπίζνες αζ γιούζουαλ» για να κλείσουμε με αυτά;
«Θα διαλέξω το ίδιο απόσπασμα που χρησιμοποίησα και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, είναι νομίζω αντιπροσωπευτικό.
“Στο ίδιο έργο θεατές, σκέφτηκε αυτή. Συνεχείς αλλαγές με αποκλειστικό σκοπό όλα να μείνουν τα ίδια. Άνθρωποι πάνε, έρχονται, άνθρωποι εκθειάζονται υπερβολικά στην αρχή για να αποκαθηλωθούν με πάταγο. Έπαινοι στο προσκήνιο, υπονόμευση στο παρασκήνιο. Όλοι σε ένα λαμπερό στροβιλισμό, μια ψεύτικη χορογραφία επαγγελματισμού, μια αληθινή κούρσα τυχοδιωκτισμού. Κομπάρσοι και πρωταγωνιστές. Κάποιοι που αγαπούν τη δουλειά τους, που διατηρούν το ήθος τους, περισσότεροι μέτριοι, αρπακτικοί, χυδαίοι, αριβίστες, εξουσιομανείς”».