Η σύνοδος κορυφής είχε πολύ ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από την ουκρανική σύγκρουση.
Είχε λιγότερο ως στόχο την άμεση επίλυση της σύγκρουσης στην Ουκρανία – κάτι που θα ήταν αδύνατο να γίνει σε τρεις ώρες – και περισσότερο την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των δύο πυρηνικών δυνάμεων. Σχέσεων που είχαν καταρρεύσει κυρίως με το σκάνδαλο Russiagate κατά του Τραμπ.
Ένα σκάνδαλο που, όπως αποδείχθηκε, δημιουργήθηκε έξυπνα από το αμερικανικό «βαθύ κράτος» και τους Νέο-συντηρητικούς, για να εμποδίσουν τον πρόεδρο Τραμπ να επιχειρήσει εξαρχής να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τη Μόσχα.
Η διαδικασία αποκατάστασης των αμερικανικο-ρωσικών σχέσεων θα είναι αναγκαστικά μακρά και όχι γραμμική, λόγω των ισχυρών αντίθετων ανέμων, κυρίως από τους Νέο-συντηρητικούς, που θα προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να τις υπονομεύσουν.
Αναμφίβολα, οι δύο μεγαλύτερες πυρηνικές δυνάμεις στον κόσμο βρίσκονται ακόμη στα αρχικά στάδια μιας σύνθετης διαδικασίας, με στόχο και τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων.
Μια διαδικασία η οποία πρέπει απαραίτητα να περιλαμβάνει την Κίνα και πιθανώς άλλες χώρες με πυρηνικά όπλα, για παράδειγμα τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία.
Δεν είναι τυχαίο ότι, αμέσως μετά τη σύνοδο στο Άνκορατζ, ο Τραμπ δήλωσε ότι ο κινέζος πρόεδρος, Σι Τζιπίνγκ «του είχε υποσχεθεί ότι δεν θα εισβάλει στην Ταϊβάν».
Η παγκόσμια ειρήνη απαιτεί μια νέα παγκόσμια Γιάλτα, και ως εκ τούτου, και την Κίνα.
Η αποκατάσταση ενός νέου κλίματος θα είχε επίσης μια βαθιά συμβολική σημασία, την απομάκρυνση της προοπτικής ενός παγκόσμιου θερμοπυρηνικού πολέμου. Μια σύγκρουση με την οποία φλερτάρουν τα τελευταία χρόνια οι υποστηρικτές των ατελείωτων πολέμων, ιδιαίτερα με την τακτική της κλιμακούμενης σύγκρουσης στην Ουκρανία.
Οι πιο ψύχραιμοι και ρεαλιστές αναλυτές γνωρίζουν όμως ότι ο πόλεμος εξαντλεί και τις δύο πλευρές: τη Ρωσία στρατιωτικά και τη Δύση οικονομικά. Η συνάντηση στην Αλάσκα δείχνει μια ευρύτερη στρατηγική συλλογιστική:
– Η Ρωσία γνωρίζει ότι μπορεί να αντέξει στο πεδίο της μάχης στην Ουκρανία, αλλά με κόστος τεράστιων απωλειών, απομόνωσης και αυξανόμενης εξάρτησης από την Κίνα.
– Οι Ηνωμένες Πολιτείες του Τραμπ από την άλλη πλευρά δεν θέλουν μια ατελείωτη σύγκρουση που κινδυνεύει να αποδυναμώσει την Αμερική, ακριβώς τη στιγμή που η πρόκληση με το Πεκίνο γίνεται προτεραιότητα.
Μπορεί η σύνοδος κορυφής στο Ανκορατζ να μην έχει επιλύσει τίποτα, αλλά ανοίγει ένα νέο σενάριο: Η Ρωσία θέλει να ξεφύγει από την πλήρη απομόνωση και να διατηρήσει περιθώρια ελιγμών μεταξύ Κίνας και Δύσης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν ότι η σταθεροποίηση με τη Μόσχα είναι απαραίτητη για να επικεντρωθούν στο παιχνίδι Ινδίας-Ειρηνικού.
Εξ ου και η λογική του «παγώματος» της σύγκρουσης: η πραγματική ειρήνη φαίνεται μακρινή, αλλά η μείωση της έντασης θα ωφελούσε και τις δύο πλευρές. Μια κατάσταση win-win.
Ο Τραμπ, αμέσως μετά τη σύνοδο της Αλάσκας, ξεκίνησε όμως και έναν δύσκολο διάλογο με τον ουκρανό πρόεδρο, Ζελένσκι, αλλά και με τους Ευρωπαίους ηγέτες, σε μια προσπάθεια να ξεκινήσει η ειρηνευτική διαδικασία.
Θα είναι δύσκολο, επειδή κάποιοι Ευρωπαίοι είναι πλέον συνδεδεμένοι με το πολεμοχαρές νεοσυντηρητικό ρεύμα και δεν αποκλείεται να επιχειρήσουν να σαμποτάρουν το νέο κλίμα.
Δεν είναι τυχαίο που επιμένουν – όπως και τα φερέφωνά τους στον Τύπο – στην «απουσία συμφωνίας» στην Αλάσκα.
Το κάνουν μόνο και μόνο για να υποβαθμίσουν τη σημασία της συνόδου κορυφής και και να κατηγορήσουν τον Τραμπ ότι ενέδωσε στον ρώσο πρόεδρο.
Μια κοινότοπη, αλλά προβλέψιμη, προσπάθεια να σβηστεί η σύνοδος κορυφής από το ημερολόγιο της ιστορίας.