Δεν ζητώ τίποτα πια. Ξέρω όμως πολύ καλά τι θέλω.
Θέλω να μη ζητώ τίποτα και ο άλλος να μου τα δίνει όλα. Να έχει να μου δώσει. Να είναι γεμάτος από συναισθήματα, από γενναιοδωρία. Να είναι άνθρωπος με καρδιά ανοιχτή, πρόθυμος να πάρει, αλλά και να δώσει.
Σε εμένα και από εμένα. Να θέλει να μοιραστεί μαζί μου τα κομμάτια του. Να μην τα ψάχνω και να μην τα ζητιανεύω. Να μη ζητώ κι αυτός να μου τα δίνει, απλόχερα – έτσι όπως τα λαμβάνει από εμένα.
Μικρούλα ήμουν παιδί μαζεμένο, ευγενικό. Έμαθα από νωρίς τα όριά μου και πάντα σεβόμουν τα όρια των άλλων. Ένα ξανθό, χαμογελαστό κοpιτσάκι με μια συστολή φυσική. Μάλλον αν με συναντούσα σήμερα θα μου σφύριζα ότι αυτός ο δρόμος, ο ήπιος και ο ευγενικός, λίγο ωφελεί.
Βέβαια η παιδική ηλικία πέρασε ανώδυνα. Άλλα η ευγένεια, η ανεκτικότητα, ο φόβος μην ενοχληθεί ο διπλανός μου, έγινε μέρος της προσωπικότητάς μου. Σπουδές, συμφοιτητές, πρώτες δουλειές, συνάδελφοι, εργοδότες, έpωτες…
Κάπου μεταξύ τυριού και αχλαδιού έμαθα την έννοια της διεκδίκησης. Τρως τα μούτρα σου 5-10 φορές και αντιλαμβάνεσαι ότι αν δε ζητήσεις, αν δεν απαιτήσεις, μένεις με το τίποτα. Κι έτσι άρχισα να ζητώ, να απαιτώ. Να θυμώνω όταν δε παίρνω. Να απογοητεύομαι. Να παλεύω ακόμη πιο δυνατά και με πείσμα για όσα πίστευα ότι αξίζω, ότι δικαιούμαι. Πάλι σαν ένα μικρό κοpιτσάκι.
Χωρίς το χαμόγελο όμως αυτή τη φορά. Αλλά με θυμό και με πείσμα παιδιού και πάλι. Και κάπου εκεί κατάλαβα: δε μπορεί κανείς να μου δώσει κάτι που δεν έχει. Και δεν έχει σημασία αν θέλει να μου δώσει. Για να είναι στη ζωή μου, με κάποιον τρόπο θέλει. Δε μπορεί όμως. Δεν έχει να δώσει.
Άνθρωποι αταίριαστοι, άγνωστοι μεταξύ μας σε νταλαβέρι. Αυτό είμαστε πολλές φορές. Ένα πάρε-δώσε είμαστε, που συχνά καταλήγει να είναι μόνο «πάρε».
«Το κοpιτσάκι» αυτό λοιπόν έπαψε να ζητά. Έπαψε να είναι υπερβολικά ευγενικό, υπερβολικά ανεκτικό – αλλά ούτε πεισματάρικο και θυμωμένο είναι πια. «Το κοpιτσάκι» έμαθε πολύ καλά τι θέλει και τι ψάχνει. Έμαθε να κάνει συμβιβασμούς και ελιγμούς, αλλά εξίσου έβαλε όρια και ισορροπίες στο πάρε-δώσε.
Κι όταν «το κοpιτσάκι» κλαίει, κλαίει για την ίδια που ατυχώς ζήτησε από εκεί που δεν είχαν να της δώσουν. Όταν θυμώνει, θυμώνει με τον εαυτό της που περίμενε δώρα ακριβά από ανθρώπους φτηνούς. Που αξίωνε αγάπη από εκείνους που αγαπούν μόνο τον εαυτό τους. Που περίμενε χαρά από εκείνους που χαίρονται μόνο για τη δική τους ψυχή.
«Το κοpιτσάκι» δε ζητά τίποτα πια. Ξέρει όμως πολύ καλά τι θέλει. Θέλει να μην ζητά τίποτα και ο άλλος να τα δίνει όλα. Να έχει να δώσει και να δίνει. πηγη:newside.gr
Ελένης Ομήρου – anapnoes.gr