«Δεν έχω τόπο, δεν έχω ελπίδα/δε θα με χάσει καμιά πατρίδα/ και με τα χέρια μου και την καρδιά μου/ φτιάχνω τσαντίρια στα όνειρά μου…»: Ήταν χειμώνας του 1987 όταν ακούστηκε, για πρώτη φορά, ο «Μπαλαμός» ή αλλιώς «Το τραγούδι των γύφτων» σε ένα από τα επεισόδια της τηλεοπτικής σειράς του Γιάννη Διαμαντόπουλου «Μπουρίνι» που προβαλλόταν από την ΕΡΤ2. Την μουσική και τους στίχους του τραγουδιού υπογράφει ο Διονύσης Τσακνής ενώ η συγκλονιστική, η σπαραχτική σχεδόν ερμηνεία ανήκει, στον, άγνωστο σε πολλούς, Γιώργο Κατσάρη ο οποίος έφυγε εχθές από τη ζωή σε ηλικία μόλις 62 ετών, μετά από σκληρή μάχη με τον καρκίνο.
Το τραγούδι σημείωσε τεράστια επιτυχία, ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε, πέντε χρόνια αργότερα, από την δισκογραφική ετικέτα «Ακτή». Από τότε μέχρι σήμερα το ακούσαμε σε δεκάδες επανεκτελέσεις, με τη φωνή σπουδαίων ερμηνευτών η ερμηνεία του Κάτσαρη, ωστόσο, παραμένει ανεπανάληπτη έως και ιστορική.
«Ο Μπαλαμός έχει βγει σε περισσότερες από 50 διαφορετικές εκτελέσεις σε ολόκληρο τον κόσμο, 34 από τις οποίες στο Ισραήλ και μία πρόσφατα σε ντανς εκδοχή από έναν γνωστό ξένο dj» λέει στο protothema.gr o Διονύσης Τσακνής για να συνεχίσει διηγούμενος την άγνωστη ιστορία του πασίγνωστου αυτού τραγουδιού που αποτελεί, δεκαετίες – τώρα, το σάουντρακ της ζωής κάθε ξεριζωμένου.
Ο ίδιος γνώριζε τον Γιώργο Κατσάρη από παλιά, μιας και οι δυο τους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Καρδίτσα: «Παίζαμε μαζί μπάσκετ…Έπειτα εκείνος τραγουδούσε σε λαϊκά μαγαζιά της περιοχής κι εγώ δούλευα μαζί του ως μουσικός, έπαιζα μπάσο»θυμάται με νοσταλγία ο τραγουδοποιός.
Όταν το 1987 ο γνωστός σκηνοθέτης Γιάννης Διαμαντόπουλος τού ζήτησε να γράψει ένα τραγούδι για μια συγκεκριμένη στιγμή της σειράς «Μπουρίνι», που βασιζόταν στο ομώνυμο βιβλίο του Μ.Καραγάτση και στην οποία συμμετείχε ένα λαμπρό καστ ηθοποιών μεταξύ των οποίων οι Γιάννης Βόγλης, Διονύσης Ξανθός, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Χρήστος Καλαβρούζος κ.α, το μυαλό του πήγε κατευθείαν στον φίλο του τον Γιώργο Κατσάρη. Ένιωσε, τότε, πως δεν υπήρχε καταλληλότερος άνθρωπος για να ερμηνεύσει αυτό το τραγούδι. Και, όπως περίτρανα αποδείχτηκε, είχε απόλυτο δίκιο.
«Το κομμάτι αυτό ήταν παραγγελία για μία σκηνή του σίριαλ στην οποία οι φίλοι του τσιγγάνου πρωταγωνιστή προβλέπουν το μέλλον του τραγουδώντας και τού λένε πως αν δεν φύγει θα τον σκοτώσουν. Ήταν κάτι σαν τραγουδομαντεία!» διηγείται ο Διονύσης Τσακνής εξηγώντας πώς ακριβώς προέκυψαν οι πασίγνωστοι στίχοι «Νάις μπαλαμό, νάις μπαλαμό/ και το λουμνό τ’ αφεντικό/ νάγια δόμλες ατζέι μπαλαμό…».
Πράγματι, σύμφωνα με το σενάριο της σειράς, που είχαν γράψει οι Στάθης Βαλούκος και Βασίλης Σπηλιόπουλος, ο Νάσος, ο ανυπότακτος κολίγος που ερωτεύτηκε την γυναίκα του μεγαλοτσιφλικά της Θεσσαλίας Πήτερ Χατζηθωμά, καταδικάζεται σε θάνατο για ένα έγκλημα που δεν έκανε ποτέ.
Όταν αργότερα ο «Μπαλαμός» μπήκε στην ελληνική δισκογραφία, μέσα από τον ομώνυμο δίσκο ο οποίος περιείχε 11 συνολικά τραγούδια, προκάλεσε χαμό στην κυριολεξία. Δεν υπήρχε ραδιόφωνο που να μην παίζει το τραγούδι εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε μαγαζί που να μην τραγουδιέται. Όλοι αναζητούσαν εναγωνίως τον Καρδιτσιώτη τραγουδιστή που το ερμήνευσε με τόσο συγκλονιστικό τρόπο.
«Οι προτάσεις που δέχτηκε εκείνη την εποχή ο Γιώργος για να κατέβει στην Αθήνα ήταν πάρα πολλές και συνοδεύονταν από μεγάλες χρηματικά ποσά. Τον ζητούσαν όλοι. Μεταξύ αυτών και η Ελευθερία Αρβανιτάκη που είχε ενθουσιαστεί με την ερμηνεία του και ήθελε να συνεργαστούν» μάς αποκαλύπτει ο Διονύσης Τσακνής προσπαθώντας να περιγράψει το μέγεθος της επιτυχίας.
Παρόλα αυτά ο Γιώργος Κατσάρης απάντησε αρνητικά σε όλες τις προτάσεις: «Δεν ήθελε να έρθει στην Αθήνα. Ήθελε να μείνει στην Καρδίτσα, στο σπίτι του, στην οικογένειά του, στη σχολή παραδοσιακών χορών που είχε. Εκεί, στον τόπο του, την είχε χορτάσει την εκτίμηση και την αναγνώριση και τού ήταν αρκετό, δεν επιθυμούσε κάτι παραπάνω. Ήταν ένας απλός, σεμνός και ιδιαίτερα αγαπητός άνθρωπος που διατήρησε την επαφή του με το τραγούδι μέχρι το τέλος της ζωής του» λέει ο τραγουδοποιός για να συμπληρώσει συγκινημένος: «Τώρα, την παράδοση που άφησε φεύγοντας τήν συνεχίζει η κόρη του η οποία τραγουδάει σε ρεμπέτικα στέκια της περιοχής μαζί με μια ομάδα μουσικών, κι είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να ακούσει κάποιος που θα επισκεφθεί αυτά τα μέρη».
Πηγή : protothema