Καμπανάκι για τις αναθέσεις δημοσίων συμβάσεων σε πρόσωπα και εταιρείες με «ποινικό μητρώο» κρούει η Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων, με έγγραφο που κοινοποίησε σε όλες τις αναθέτουσες αρχές.
Η ΕΑΔΗΣΥ εφιστά την προσοχή των αναθετουσών αρχών δημοσίων συμβάσεων σχετικά με τον έλεγχο των νομικών οντοτήτων και φυσικών προσώπων που δηλώνουν συμμετοχή σε αυτές για το αν συντρέχουν λόγοι αποκλεισμού τους. Συγχρόνως, προβλέπεται και ο αποκλεισμός εταιρείας όταν μέλος του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου, είναι πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, ενώ οι ίδιοι όροι ισχύουν και για τους υπεργολάβους και τρίτους δανειστές.
Με βάση το ενωσιακό δίκαιο, οι δημόσιες συμβάσεις και οι συμβάσεις παραχώρησης δεν πρέπει να ανατίθενται σε οικονομικούς φορείς που έχουν κριθεί ένοχοι για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, ενεργητική δωροδοκία, απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε., τρομοκρατικά εγκλήματα, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και εμπορία ανθρώπων. Τονίζεται ότι η υποχρέωση αποκλεισμού, ως αυτόματη απόρροια της εν λόγω ποινικής καταδίκης, ισχύει για όλους τους οικονομικούς φορείς που συμμετέχουν σε διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής υπό την οποία έχουν επιλέξει να λειτουργούν, της ιθαγένειας και του τόπου εγκατάστασης, επομένως ισχύει για φυσικά ή νομικά πρόσωπα, δημόσιους φορείς ή ενώσεις αυτών των προσώπων ή φορέων, ακόμη και προσωρινές συμπράξεις επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με την ΕΑΔΗΣΥ, ειδικά για το αδίκημα της ενεργητικής δωροδοκίας, πέρα από την παραπομπή στο εθνικό δίκαιο, παραπέμπει και στο δίκαιο του οικονομικού φορέα. Στην περίπτωση των νομικών προσώπων ή οντοτήτων, η υποχρέωση αποκλεισμού οικονομικού φορέα εφαρμόζεται επίσης όταν το πρόσωπο εις βάρος του οποίου εκδόθηκε αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση είναι μέλος του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου του εν λόγω οικονομικού φορέα ή έχει εξουσία εκπροσώπησης, λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε αυτό. Οι συμβάσεις ανατίθενται εφόσον η αναθέτουσα αρχή επαληθεύσει ότι η προσφορά προέρχεται από προσφέροντα ο οποίος δεν αποκλείεται από τη συμμετοχή, ενώ η υποχρέωση επαλήθευσης αφορά και υπεργολάβους και τρίτους δανειστές.
Επομένως, οι οικονομικοί φορείς υποχρεούνται, αρχικά, να δηλώσουν στο Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Σύμβασης (ΕΕΕΣ) τυχόν καταδίκη για τα παραπάνω αδικήματα, παρέχοντας πληροφορίες για τον χρόνο έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης, το πρόσωπο του καταδικασθέντος, τον λόγο της καταδίκης και τη διάρκεια της περιόδου αποκλεισμού, εφόσον καθορίζεται στην καταδικαστική απόφαση. Στη συνέχεια, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, ο προσωρινός ανάδοχος υποχρεούται να προσκομίσει, μεταξύ άλλων, απόσπασμα του σχετικού μητρώου, όπως του ποινικού μητρώου, ή, ελλείψει αυτού, ισοδύναμο έγγραφο που εκδίδεται από αρμόδια δικαστική ή διοικητική αρχή του κράτους-μέλους ή της χώρας καταγωγής ή της χώρας όπου είναι εγκατεστημένος. Η υποχρέωση προσκόμισης του ως άνω αποσπάσματος αφορά και τα μέλη της διοίκησης του φορέα.
Τονίζεται ότι η υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικών μέσων και ιδίως ποινικού μητρώου ή άλλου ισοδύναμου εγγράφου αφορά τόσο τα νομικά πρόσωπα, όταν στη χώρα εγκατάστασής τους ισχύει ποινική ευθύνη νομικού προσώπου, όσο και τα μέλη της διοίκησης του νομικού προσώπου. Για τους ημεδαπούς οικονομικούς φορείς, στο μέτρο που στη χώρα μας δεν ισχύει ποινική ευθύνη νομικού προσώπου, η επαλήθευση της μη συνδρομής λόγου αποκλεισμού πραγματοποιείται, καταρχήν, με την προσκόμιση αποσπάσματος ποινικού μητρώου των μελών της διοίκησης-εκπροσώπησης του νομικού προσώπου, με βάση το εταιρικό δίκαιο, σε συνδυασμό με υπεύθυνη δήλωση ότι δεν έχει επιβληθεί σε βάρος του νομικού προσώπου η κύρωση του οριζόντιου αποκλεισμού. Και αυτό γιατί η ευθύνη νομικού προσώπου για αξιόποινες πράξεις που τελούνται προς όφελος και για λογαριασμό του, μπορεί να προκύψει κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας που καταλήγει, μεταξύ άλλων, και στην επιβολή εις βάρος του της κύρωσης του αποκλεισμού από μελλοντικές διαδικασίες σύναψης συμβάσεων για τα βασικά αδικήματα, καθώς και για πράξη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και, μάλιστα, ανεξάρτητα από την αστική, πειθαρχική ή ποινική ευθύνη των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται στις πράξεις αυτές.
Τονίζεται ότι, πλέον, ειδικά για τις αξιόποινες πράξεις της δωροδοκίας πολιτικών προσώπων, δωροδοκία υπαλλήλου, δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών, που τελούνται προς όφελος ή για λογαριασμό νομικών προσώπων ή οντοτήτων, προβλέπεται η διάγνωση της ευθύνης τους, μέσω της ποινικής δίκης. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι καθώς δεν έχει ακόμη προβλεφθεί η τήρηση ποινικού μητρώου για τα νομικά πρόσωπα ή οντότητες, σε συνέχεια αμετάκλητης απόφασης επιβολής εις βάρος τους, μέσω της ποινικής διαδικασίας, ούτε η έκδοση ισοδύναμου με το απόσπασμα ποινικού μητρώου εγγράφου, επαρκή απόδειξη περί του ότι ο οικονομικός φορέας που έχει την εγκατάστασή του στην Ελλάδα δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις των αδικημάτων δωροδοκίας αποτελεί η ένορκη βεβαίωση.
Από τον συνδυασμό των παραπάνω κανόνων προκύπτει ότι η εταιρική ευθύνη είναι αυτόνομη σε σχέση με την ευθύνη του φυσικού προσώπου, η δε κύρωση του αποκλεισμού από μελλοντικές διαδικασίες σύναψης σύμβασης μπορεί να προκύψει είτε μέσω της ποινικής είτε μέσω της διοικητικής διαδικασίας, ανάλογα με το καθεστώς εταιρικής ευθύνης που ισχύει σε κάθε χώρα. Συνακόλουθα, οι αναθέτουσες αρχές, πέρα από την επαλήθευση περί μη ύπαρξης αμετάκλητης ποινικής καταδίκης σε βάρος οικονομικού φορέα για τα αδικήματα που προαναφέρονται, υποχρεούνται ταυτόχρονα να ελέγχουν τη μη συνδρομή λόγου αποκλεισμού εις βάρος του, που εδράζεται σε τυχόν διοικητικές κυρώσεις περί αποκλεισμού.
Σημειώνεται ότι οι οικονομικοί φορείς δεν μπορούν να κάνουν χρήση της δυνατότητας προσκόμισης στοιχείων λήψης επαρκών επανορθωτικών μέτρων κατά την περίοδο του αποκλεισμού που ορίζεται στην κυρωτική απόφαση στο κράτος-μέλος στο οποίο ισχύει η απόφαση. Εξάλλου, οι αναθέτουσες αρχές μπορεί να αποφαίνονται ότι έχει διαπραχθεί σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα όταν, πριν από την έκδοση τελικής και δεσμευτικής απόφασης για την ύπαρξη λόγων υποχρεωτικού αποκλεισμού, μπορούν να αποδείξουν με ενδεδειγμένα μέσα ότι ο οικονομικός φορέας έχει παραβεί τις υποχρεώσεις του ή έχει προβεί σε ανάρμοστη διαγωγή που δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για την αξιοπιστία του.