Ένα συμπέρασμα, που μπορούμε να βγάλουμε από μια πρώιμη «νεκροψία» της προεδρίας του Τζο Μπάιντεν είναι πως η ατζέντα της βρισκόταν διαρκώς υπό την επιρροή… του Τραμπ.
Και οι δύο προεδρίες άλλαξαν δραματικά το Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Σε επίπεδο ρητορικής ο Μπάιντεν και η Χάρις προσπάθησαν να διαφοροποιήσουν τους εαυτούς τους και τους Δημοκρατικούς από τον Τραμπ, αλλά έχουν επίσης προσαρμόσει μεγάλα τμήματα του προγράμματός τους σε έναν λαϊκισμό.
Ανεξάρτητα από το ποιος θα εκλεγεί πρόεδρος, το δόγμα των ΗΠΑ θα συνεπάγεται ένα μείγμα νεοπροστατευτισμού (στον οποίο και τα δύο μέρη ασπάζονται όχι μόνο τη στήριξη της βιομηχανίας με επιδοτήσεις, αλλά και τους δασμούς ως εμπορικό όπλο) και οιονεί απομονωτισμού. Όπως τεκμηριώνει ο ιστορικός Γκάρι Γκερστλ στο βιβλίο του «Η άνοδος και η πτώση του νεοφιλελεύθερου τάγματος» (2022), η προεδρία του Τραμπ έδωσε το τελευταίο χτύπημα στον νεοφιλελευθερισμό (τουλάχιστον στην πλήρη απελεύθερωση του εμπορίου) και τη συναίνεση της μεταψυχροπολεμικής περιόδου.
Η νέα διεθνής οικονομική τάξη – που βασίζεται στο ακόμα ανοιχτό αλλά περιορισμένο εμπόριο και στις εγχώρια στηριζόμενες αλυσίδες εφοδιασμού – αντιπροσωπεύει έναν διάδοχο της νεοφιλελεύθερης εποχής της απερίσπαστης παγκοσμιοποίησης. Αυτό το νέο ήθος «made in America» έχει γίνει ορθοδοξία και για τα δύο πολιτικά κόμματα.
Στη γεωπολιτική, η ταχεία αποχώρηση του Μπάιντεν το 2021 από το Αφγανιστάν – η οποία βασίστηκε στη διαπραγματευθείσα συμφωνία του Τραμπ με τους Ταλιμπάν και περιόρισε δύο καταστροφικές δεκαετίες ανάπτυξης στρατευμάτων των ΗΠΑ στο εξωτερικό – έχει επίσης σηματοδοτήσει μια νέα και πιθανή διαρκή στάση για την Ουάσιγκτον στο εξωτερικό.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν δεσμευμένες στο εξωτερικό, αλλά με εξαιρετική προσοχή, όπως έχουν συμβουλέψει αρκετοί ανώτεροι σύμβουλοι Τραμπ, καθώς και ανώτεροι σύμβουλοι εθνικής ασφάλειας της Χάρις.