Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι οι υδάτινοι πόροι της περιοχής βρίσκονται πλέον υπό πολύ μεγάλη πίεση, λόγω της παρατεταμένης ξηρασίας τα τελευταία χρόνια.
Το υδρευτικό σύστημα της Αττικής αντλεί νερό από τέσσερις βασικούς ταμιευτήρες: τον Μόρνο, τον Εύηνο, τη λίμνη Υλίκη και τον Μαραθώνα.
Ο Μόρνος είναι η κύρια πηγή παροχής, καλύπτοντας το μεγαλύτερο ποσοστό της κατανάλωσης νερού. Ο Εύηνος ενισχύει τον Μόρνο μέσω της σήραγγας Ευήνου-Μόρνου, λειτουργώντας ως ενδιάμεσος ταμιευτήρας.
Η Υλίκη – μια φυσική λίμνη – και ο Μαραθώνας λειτουργούν συμπληρωματικά προς τους δύο κύριους ταμιευτήρες (Μόρνο και Εύηνο).
Η υπηρεσία FloodHUB της Επιχειρησιακής Μονάδας BEYOND του ΙΑΑΔΕΤ/ΕΑΑ αξιολόγησε τις υδρολογικές και κλιματικές συνθήκες στους δύο βασικούς ταμιευτήρες που υποστηρίζουν το υδρευτικό σύστημα της Αθήνας – τον Μόρνο και τον Εύηνο – προκειμένου να εκτιμήσει το βαθμό υδρολογικής πίεσης και ξηρασίας για το πρώτο εξάμηνο του 2025.
Διαπιστώθηκε ότι το τελευταίο έτος το σύστημα βρίσκεται υπό έντονη πίεση, γεγονός που απαιτεί άμεση παρέμβαση από τις αρμόδιες αρχές.
Χρησιμοποίησαν δορυφορικά δεδομένα μέσης και υψηλής ανάλυσης από τους Landsat-5, 7, 8 (1984-2021) και Sentinel-2 (2017-2025) για να εκτιμήσουν την επιφάνεια των λιμνών.
Τα κλιματικά δεδομένα ERA5-Land (1950–2025) επέτρεψαν στους ερευνητές να εκτιμήσουν μηνιαίες και ημερήσιες μεταβλητές του κλίματος, σχετικές με συνθήκες ξηρασίας και ασυνήθιστα θερμές ημέρες που αυξάνουν την εξάτμιση.
Τον Μάιο του 2025, η επιφάνεια της λίμνης Μόρνου κάλυπτε μόνο περίπου 65% της μέγιστης ιστορικής έκτασής της (ή σχεδόν μέγιστης, βάσει των ιστορικών δεδομένων για τον μήνα Μάιο).
Αντίστοιχα, το 2024 η επιφάνεια της λίμνης Μόρνου βρισκόταν στο 79%, ενώ το 2022 είχε φτάσει σχεδόν το 100% της μέγιστης ιστορικής της έκτασης.
Η τρέχουσα τιμή για το 2025, περίπου 11,64 km², είναι μία από τις χαμηλότερες που έχουν καταγραφεί από τότε που η λίμνη του Ευήνου εντάχθηκε στο υδροδοτικό σύστημα το 2002 — με εξαίρεση το καλοκαίρι/φθινόπωρο του 2008, όταν η επιφάνεια είχε πέσει κάτω από τα 10 km².
Τον Μάιο του 2025, η επιφάνεια της λίμνης Ευήνου ήταν μόλις 2,30 km², δηλαδή σημαντικά μικρότερη από την επιφάνεια στο επίπεδο υπερχείλισης, που είναι 3,6 km².
Οι τιμές για το 2024 είναι επίσης χαμηλές, ενώ άλλες χρονιές όπως το 2021 ή το 2022 παρουσιάζουν σαφώς καλύτερη εικόνα.
Το 2024, η λίμνη Μόρνου παρουσίασε:
Το 2025 οι συνθήκες ήταν ελαφρώς καλύτερες:
Με παρόμοια κλιματικά μοτίβα με τη λίμνη Μόρνου, δεν εντοπίστηκαν στατιστικά σημαντικές βροχοπτώσεις, ούτε ουσιαστική μείωση της ξηρασίας στη λίμνη Ευήνου.
Σύμφωνα με τα δεδομένα του Μαΐου 2025, τα επίπεδα νερού στις κύριες δεξαμενές της Αττικής υποχωρούν στα δεύτερα χαμηλότερα των τελευταίων 20 ετών, με τη χειρότερη χρονιά να παραμένει το 2008. Το 2025 εμφανίζει παρόμοια χαρακτηριστικά με εκείνη την περίοδο.
Η επιφάνεια της λίμνης Μόρνου τα τελευταία χρόνια μειώνεται σταθερά, ενώ παρότι το 2025 υπήρξε κάποια σχετική βελτίωση στις βροχοπτώσεις σε σχέση με το 2024, δεν ήταν αρκετή για να καλύψει τις απώλειες. Η μείωση του αποθηκευμένου νερού αγγίζει περίπου το 10% σε σύγκριση με το 2024.
Η λίμνη Ευήνου φαίνεται να πλήττεται ακόμα περισσότερο από την ξηρασία, λόγω του μικρότερου όγκου αποθήκευσης.
Συνολικά, στις αρχές του 2025, η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, καθώς και οι δύο δεξαμενές (Μόρνου και Ευήνου) εμφανίζουν επίπεδα πληρότητας μόλις γύρω στο 60%, γεγονός που εντείνει την υδρολογική πίεση στο σύστημα ύδρευσης της Αθήνας.
Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, το υδροδοτικό σύστημα της Αθήνας φαίνεται να βρίσκεται τον τελευταίο χρόνο υπό έντονη πίεση, κάτι που απαιτεί άμεση παρέμβαση των αρχών.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια αυξανόμενη κρίση λειψυδρίας. Σύμφωνα με μελέτη του World Resources Institute και έκθεση της Deloitte που εκπονήθηκε για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης τον Μάιο, η χώρα κατατάσσεται 19η παγκοσμίως σε κίνδυνο έλλειψης νερού.
Η μελέτη δείχνει ότι η Ελλάδα έρχεται αντιμέτωπη με σοβαρές προκλήσεις, κυρίως λόγω της υπερβολικής κατανάλωσης από τον τουρισμό, των αναγκών της γεωργίας, αλλά και της παλαιότητας των υποδομών ύδρευσης.
Η Μονάδα BEYOND (Space Applications and Satellite Remote Sensing Unit) είναι μια παγκόσμια επιχειρησιακή μονάδα, σχεδιασμένη για να εντοπίζει έγκαιρα φυσικούς και ανθρωπογενείς κινδύνους, καθώς και απειλές από το εγγύς διάστημα, με σκοπό την προστασία της κοινωνίας, του περιβάλλοντος και των κρίσιμων υποδομών.
Συγκεκριμένα:
Η BEYOND ειδικεύεται στην παρακολούθηση φαινομένων όπως:
Εν ολίγοις, πρόκειται για μια μονάδα αιχμής στην Ελλάδα με παγκόσμιο ρόλο στη δορυφορική επιτήρηση κρίσεων και καταστροφών.
Πηγή: Euronews