Γεννήθηκα πριν από 50 χρόνια σε ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας που τα κορίτσια δεν είχαν και πολλά δικαιώματα να ονειρεύονται σπουδές και μεγάλες ζωές. Εκεί τα κορίτσια παντρεύονταν νωρίς νωρίς, ήθελαν δεν ήθελαν για να ξεκινήσουν τις δικές τους οικογένειες και να γίνουν νοικοκυρές στα σπίτια τους. Ειδικά οι γονείς που είχαν πολλές κόρες ήταν ένας τρόπος να τις ξεφορτώνονται για να μην έχουν πολλά στόματα να ταΐζουν.
Κάπως έτσι έγινε και με μένα με κάποιες μικρές διαφορές. Είχα την τύχη να έχω γονείς ανοιχτόμυαλους και προοδευτικούς που ήθελαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους και να γίνουν κάτι στην κοινωνία. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος, ίσως για αυτό είχε μία κάπως διαφορετική νοοτροπία.
Ο αδερφός μου έγινε γιατρός και η αδερφή μου πολιτικός μηχανικός.
Εγώ το στερνοπούλι που είχα όλα τα φόντα να πάω μπροστά μιας και ήμουν άριστη μαθήτρια ερωτεύτηκα τον άντρα μου, που ήταν συμμαθητής μου και έκανα αυτό που ελάχιστα κορίτσια από τα μέρη μου ήθελαν να κάνουν: παντρεύτηκα στα 15 μου και έμεινα στο χωριό.
Όπως και να έχει οι γονείς μου πάντα με στήριζαν και μου είπαν να κάνω αυτό που ζητάει η καρδιά μου, αν και μέσα μου πιστεύω ότι είχαν διαφορετικά όνειρα. Και εγώ όμως από τη μεριά μου ήθελα να τελειώσω το σχολείο, να σπουδάσω, αλλά ο έρωτας με πρόλαβε και δεν το μετανιώνω.
Ευτυχώς σε σχέση με το 1970 έχουν αλλάξει αρκετά τα πράγματα όχι ότι στα χωριά δεν συνεχίζει να γίνεται το ίδιο.
Ήμουν από τις ελάχιστες κοπέλες στο χωριό που ήμουν ερωτευμένη με τον άντρα που παντρεύτηκε και πολύ, πολύ ευτυχισμένη. Έβγαινα να ψωνίσω και συναντούσα πολλές φίλες μου στο δρόμο, οι οποίες μόλις με έβλεπαν άρχιζαν τα παράπονα: πόσο έχουν κουραστεί, πόσο βαριούνται, πόσο λυπούνται που έχασαν τα νιάτα τους καταδικάζοντας τον εαυτό τους σε μία μίζερη ζωή που πριν τη ζήσουν τους φάνταζε ιδανική.
Για διαζύγιο ούτε λόγος… Η λέξη αυτή απαγορευόταν και μόνο να τη σκεφτείς.
Εκεί όταν μία κοπέλα παντρεύεται πρέπει να ανεχτεί το σύζυγό της όπως και αν είναι αυτός, όποιος και αν είναι αυτός, ό, τι και αν είναι αυτός και να ζήσει μία ζωή μαζί του περνάει δεν περνάει καλά, εγώ όμως είχα παντρευτεί ένα διαμάντι, ένα αγόρι μάλαμα που έκανε δύο δουλειές για να ζει εμένα και το παιδί μας που πολύ γρήγορα ήρθε στη ζωή και όχι μόνο δεν παραπονέθηκε ποτέ, ίσα-ίσα πάντα έλεγε ότι είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου που έχει στο πλευρό του τη γυναίκα της ζωής του και το παιδάκι τους που ήταν όλη του η ζωή.
Παρά το νεαρό της ηλικίας του ήταν πολύ ώριμος.
Ήταν ένας άντρας που μπορούσες να στηριχθείς πάνω του, μπορούσες να του έχεις εμπιστοσύνη, που ήξερες πως ό, τι και να σου συνέβαινε θα ήταν εκείνος εκεί να σου σταθεί.
Το πρωί βοηθούσε ένα θείο του στην οικοδομή και από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ έτρεχε στα ζώα και στα χωράφια του. Δεν άφηνε δουλειά να πάει χαμένη. Όπου του έλεγαν έτρεχε. «Έχω μία κόρη να προικίσω» και κανείς δεν πίστευε ότι τα λόγια αυτά έβγαιναν από το στόμα ενός 17χρονου παιδιού.
Οι γονείς μου τον λάτρευαν και τους λάτρευε και κάθε μέρα μακάριζαν την τύχη της κόρης τους που μπορεί να μη σπούδασε όπως τα αδέρφια της, είχε πετύχει όμως τον πρώτο αριθμό του λαχείου όταν γνώρισε τον άντρα αυτόν.
Δυστυχώς όλα τα καλά κάποτε τελειώνουν και εγώ αυτό το έζησα με τον πιο δραματικό τρόπο. «Καλημέρα, θα μπορούσα να σας μιλήσω για λίγο;», μου είπε ένα πρωί ο αστυνομικός του χωριού χτυπώντας μου την πόρτα φανερά ανήσυχος. Εγώ τι ήμουν τότε; Ένα παιδί 17 χρονών με ένα μωρό ενάμιση έτους, εντελώς ανίδεη γι’ αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει. «Λυπάμαι που το μαθαίνεις από μένα αλλά πρέπει να παραμείνεις ψύχραιμη για το παιδί σου. Ο άντρας σου σκοτώθηκε. Έπεσε σε ένα γιαπί από μεγάλο ύψος και έμεινε στον τόπο. Λυπάμαι πάρα πολύ. Συλλυπητήρια».
Αυτό ήταν το τέλος; Εκεί τελείωναν όλα; Εκεί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη φρίκη που ένιωσα εκείνη τη στιγμή. Έφυγε… Δεν θα τον ξαναέβλεπα… Το παιδί μας… Τι θα έλεγα στο παιδί μας; Πώς θα μεγάλωνα το παιδί μας; Δεν ήμουν μόνη, σαφώς είχα τους γονείς και τα αδέρφια μου αλλά δεν είχα εκείνον. Χωρίς εκείνον δεν υπήρχε τίποτα, δεν υπήρχε ζωή, δεν υπήρχε μέλλον.
Οι γονείς μου με πήραν κοντά τους στο πατρικό μας και μου πήρε πολύ καιρό να συνέλθω. Χρόνια ολόκληρα. Το παιδί μεγάλωσε, πήγε σχολείο και τα ομορφότερα αυτά χρόνια της ζωής του τα έχασα ούσα χαμένη στο δικό μου κόσμο. Το σοκ που έζησα εκείνη την ημέρα ήταν τεράστιο και παρόλο που είχε περάσει τόσος πολύς καιρός εγώ ακόμα δεν μπορούσα να το ξεπεράσω. Οι γονείς μου με πίεζαν με κάθε τρόπο να επισκεφτούμε έναν ειδικό αλλά εγώ δεν ήθελα. Η μόνη μου παρηγοριά ήταν να πηγαίνω κάθε μέρα στον τάφο του και να κλαίω…
Μόνο όταν το παιδί πήγε στο δημοτικό άρχισα κάπως να συνέρχομαι και τα γυαλιά στην ουσία μου τα έβαλε μία καλή μου φίλη από το χωριό η οποία μία μέρα μου είπε: «Το παιδί σου μεγαλώνει και εσύ δεν το βλέπεις. Χάνεις την παιδική του ηλικία και έτσι όπως πας θα το χάσεις και αυτό. Σύνελθε πριν να είναι αργά. Ο χρόνος δεν γυρνάει πίσω, τα πράγματα δεν αλλάζουν. Για χάρη του παιδιού σου πρέπει να αλλάξεις ρότα. Άκουσέ με και σκέψου πολύ σοβαρά τα λόγια μου. Σύνελθε».
Αυτό ήταν το τσικ που χρειαζόμουν για να ανοίξουν και πάλι τα μάτια μου που τόσο καιρό ήταν κλειστά. Λες και ξύπνησα από λήθαργο. Δεν γινόταν να μείνω για πάντα έτσι. Έπρεπε κάτι να κάνω και για τον εαυτό μου και για το παιδί μου. Ήμουν 23 χρονών παιδί ακόμα, είχα όλη τη ζωή μπροστά μου.
Στο χωριό δεν μπορούσα να μείνω άλλο. Όπου και να κοιτούσα, όπου και να πήγαινα θυμόμουν τον άντρα μου και το μυαλό μου γύριζε πάλι πίσω σε εκείνη τη σκοτεινή εποχή. Έπρεπε να φύγω και το έκανα. Όταν το παιδί θα πήγαινε στην τρίτη δημοτικού το πήρα και φύγαμε από το χωριό.
Πήγαμε στην Πάτρα όπου ζούσαν τα αδέρφια μου και κάναμε ένα νέο ξεκίνημα. Άλλος αέρας εκεί, άλλος κόσμος, διαφορετικά τα ερεθίσματα. Το παιδί θαμπώθηκε, ερωτεύτηκε το νέο μας σπίτι, το νέο του σχολείο και τη νέα μας πόλη αμέσως. Γρήγορα έκανε καινούργιες φίλες και επιτέλους μετά από καιρό την είδα ξανά να χαμογελά. Καμία σχέση δεν είχε με το χωριό μας. Και εγώ όμως πού στην Πάτρα είχα πάει μία δυο φορές στη ζωή μου εγκλιματίστηκα αμέσως.
Βρήκα αμέσως δουλειά και νοίκιασα σπίτι ακριβώς δίπλα στης αδερφής μου. Φυσικά στο χωριό πηγαίναμε συνέχεια για να βλέπει το παιδί τους παππούδες του και οι παππούδες το παιδί. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν και οι άλλοι του παππούδες, οι γονείς του πατέρα του, δύο εξαιρετικοί άνθρωποι που η μοίρα τους χτύπησε αλύπητα και τώρα τους έδινα το τελειωτικό χτύπημα παίρνοντας το παιδί μακριά τους αλλά ήταν άνθρωποι με κατανόηση και έβλεπαν του Γολγοθά που περνούσα τόσο καιρό. Από μόνοι τους μου είπαν να πάρω το παιδί και να φύγω για να ξεφύγουμε. Άνθρωποι με μεγαλείο ψυχής, άνθρωποι που δεν δίστασαν να δεχτούν ένα ακόμη πλήγμα και να θυσιαστούν για την ευτυχία τη δική μου και του εγγονιού τους, άνθρωποι που έχασαν το μοναχοπαίδι τους και τώρα θα έχαναν το μοναδικό τους εγγόνι και όμως δεν δίστασαν λεπτό. Φεύγοντας μου έδωσαν 100.000 δραχμές και μου είπαν πως οποιαδήποτε στιγμή χρειαστώ κι άλλα να μη διστάσω, πώς ήταν και εκείνοι οι γονείς μου και ήθελαν το καλό μου.
Ο καιρός στη νέα μας πόλη περνούσε γαλήνια όχι ότι δεν υπήρχαν στιγμές που βυθιζόμουν στο σκοτάδι μου. Το κενό υπήρχε ακόμη μέσα μου, ο πόνος δεν έλεγε να ξεριζωθεί παρά μόνο χρόνια μετά όταν στη ζωή μου μπήκε ένας άλλος άντρας εντελώς απρόσμενα.
Τον γνώρισα μέσω της δουλειάς μου όταν το παιδί μου ήταν πια στο Λύκειο. Δεν είχα σκοπό να κάνω άλλη σχέση, δεν είχα σκοπό να ξαναπαντρευτώ. Πίστευα ότι είχα κλείσει σαν γυναίκα. Ούτε που μου περνούσε από το μυαλό το να προχωρήσω ξανά στη ζωή μου. Είχα αφοσιωθεί πλήρως στην κόρη μου που ήταν ένα καταπληκτικό παιδί και άριστη μαθήτρια και τόσα χρόνια είχα μάθει να ήμουν σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι και τίποτε άλλο κι όμως ο άντρας αυτός που μπήκε στη ζωή μου, μου έδωσε μία ανάσα, μία νέα προοπτική.
Επιτέλους μετά από καιρό ξανάνιωσα γυναίκα, βρήκα νέα ενδιαφέροντα. Άρχισα να περιποιούμαι και πάλι τον εαυτό μου και να νιώθω πως υπάρχει ελπίδα και μέλλον. Ο άντρας αυτός ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερός μου χήρος και εκείνος πολλά χρόνια. Ταιριάξαμε αμέσως και μετά από ένα διάστημα το ενδιαφέρον έγινε έρωτας και ο έρωτας εξελίχθηκε σε ένα νέο γάμο.
Στα 34 μου είχα ένα παιδί και δύο γάμους. Έχτισα τη ζωή μου από την αρχή με το αγκάθι όμως μέσα μου να μη φεύγει ποτέ. Σε έναν ιδανικό κόσμο θα ήμουν με τον άντρα μου, το παιδί μας, τους γονείς μου και τα πεθερικά του στο πανέμορφο χωριό μας. Σημασία έχει ότι θα ήμασταν μαζί αλλά ο θάνατός μας πρόλαβε.
Σήμερα στα 50 μου παραμένω παντρεμένη με το δεύτερο σύζυγό μου και έχουμε κάνει άλλα δύο παιδιά, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι. Η μεγάλη μου κόρη είναι ευτυχισμένη που έχει αδερφάκια (πάντα μου ζητούσε αδερφάκια) και η ίδια είναι και εκείνη παντρεμένη με ένα μωράκι. Τα άλλα μου δύο παιδιά πηγαίνουν ακόμα στο σχολείο.
Όσο σκληρά κι αν μας χτυπάει η μοίρα όταν έχουμε δίπλα ανθρώπους δικούς μας μπορούμε να ξεπεράσουμε τα πάντα. Αν υπάρχει υγεία ο άνθρωπος μπορεί να καταφέρει τα πάντα. Όποτε βρίσκω χρόνο επιστρέφω στο χωριό μου. Δυστυχώς ο πατέρας μου και ο πεθερός μου έχουν φύγει από τη ζωή όμως η μητέρα μου και η πεθερά μου ζουν και θέλω να τις βλέπω αυτό το δυνατό πιο συχνά.
Μου λείπουν πάρα πολύ και μακάρι να μπορούσα να τις έχω κοντά μου. Εκτός από τη μητέρα μου και την πεθερά μου έχω έναν ακόμα λόγο να επισκέπτομαι το χωριό μας. Εκεί είναι θαμμένος ο άντρας μου, ο πρώην άντρας μου δηλαδή, αλλά το πρωί είναι μία λέξη που δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ γιατί δεν χωρίσαμε για να τον αποκαλώ πρώην. Του πηγαίνω τα λουλουδάκια που τόσο του άρεσαν και του λέω τα νέα μας.
Με ξαλαφρώνει πολύ να το κάνω αυτό. Είναι η μοναδική στιγμή που νιώθω ότι δεν έφυγε, ότι είναι εκεί κοντά μου, δίπλα μου, με ακούει και χαίρεται που τα κατάφερα και έφτιαξα ξανά τη ζωή μου. Και η κόρη μου όμως πηγαίνει συχνά. Και οι δύο γιαγιάδες της κάθε φορά που είναι να τις επισκεφτεί την περιμένουν στην αρχή του χωριού με ανοιχτές αγκάλες.
Ξέρω πως ο άντρας μου από εκεί που είναι χαίρεται που όλα πήγαν καλά στις ζωές μας και που η κόρη μας μεγάλωσε, σπούδασε, έγινε δικηγόρος και τώρα έχει τη δική της πανέμορφη οικογένεια αν και όλα αυτά θα ήθελα να τα ζήσω μαζί του και όχι με κάποιον άλλον.
Όχι δεν υποτιμώ τον δεύτερο άντρα μου. Αν δεν ήταν εκείνος είμαι σίγουρη ότι θα ήμουν ακόμα βυθισμένη στο σκοτάδι. Είναι ένας πολύ καλός άντρας, πονεμένος και αυτός από τη ζωή που με αγαπάει και τον αγαπάω, βαθιά μέσα μου όμως ξέρω καλά πως αν δεν είχα μείνει χήρα η μοίρα δεν θα μας έφερνε ποτέ κοντά.
Να μην απελπίζεστε και να κάνετε υπομονή για τα παιδιά σας. Μέσα στο σκοτάδι αυτά θα σας δείξουν το δρόμο. Για κάθε άνθρωπο πάντα υπάρχει κάτι καλό στον κόσμο. Η ζωή μπορεί να μην είναι πάντα στρωμένη με ροδοπέταλα γι’ αυτόν όμως που έχει δύναμη ψυχής και θάρρος, η ζωή επιφυλάσσει όμορφες στιγμές.
Νεκταρία
i-diakopes.gr