Όταν οι ρωσικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ουκρανία τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου του 2022, ο πλανήτης μούδιασε. Η εισβολή δεν αποτέλεσε ωστόσο έκπληξη, με την έννοια του εντελώς αιφνιδιαστικού γεγονότος. Καιρό πριν υπήρχαν προειδοποιήσεις από τις αναφορές των μυστικών υπηρεσιών των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας. Καιρό πριν υπήρχαν ενδείξεις μεγάλης συσσώρευσης των δυνάμεων της Μόσχας στα σύνορα με την Ουκρανία. Απλά το ενδεχόμενο του πολέμου, με τη μορφή μάλιστα της πλήρους εισβολής, φαινόταν αδιανόητο.
Αν αποτέλεσε κάτι έκπληξη όμως ήταν το γεγονός ότι η Ουκρανία κατάφερε να αντισταθεί, συσπειρώνοντας τις δυνάμεις της, συγκεντρώνοντας στρατιωτική βοήθεια από την Δύση και εκμεταλλευόμενη τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο ρωσικός στρατός, ειδικά στην πρώτη φάση του πολέμου. Έτσι κατάφερε πάνω από όλα να προστατέψει το Κίεβο. Αν «έπεφτε» η ουκρανική πρωτεύουσα και ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι αιχμαλωτιζόταν ή σκοτωνόταν, θα σήμαινε αλλαγή ηγεσίας και πιθανή γρήγορη παράδοση της Ουκρανίας, επομένως τα πράγματα θα είχαν διαφορετική εξέλιξη. Γι’ αυτό άλλωστε και η αλλαγή καθεστώτος φαινόταν να είναι ένας από τους αρχικούς στόχους του Κρεμλίνου, και ίσως μόνος που βγάζει νόημα.
Οι υπόλοιποι στόχοι, περί αποστρατιωτικοποίησης και αποναζιστικοποίησης για παράδειγμα, κινούνται περισσότερο στην σφαίρα της ασάφειας δίνοντας στη Μόσχα μια ευελιξία σχετικά με την επίτευξη των στόχων της. Η ειδική στρατιωτική επιχείρηση (όπως ονομάζει τον πόλεμο η Ρωσία) συνεχίζεται «βάσει σχεδίου» και «μέχρι να επιτευχθούν οι στόχοι μας», ακούμε συχνά από Ρώσους αξιωματούχους. Όμως ποιοι είναι τελικά αυτοί οι στόχοι, έχουν συγκεκριμένη διατύπωση και χρονικό ορίζοντα; Στον πρώτο χρόνο μάθαμε λίγα.
Οι τελευταίοι δώδεκα μήνες αποκάλυψαν τα όρια της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν πίστευε ότι θα είχε μία γρήγορη νίκη στην Ουκρανία, εκτίμηση που διαψεύστηκε δραματικά. Παράλληλα, κατά τον πρώτο χρόνο του πολέμου η Ρωσία κατέγραψε κατά τις μετριοπαθείς εκτιμήσεις 60.000 νεκρούς και άλλους 140.000 τραυματίες, περισσότερους από όλους τους πολέμους του Πούτιν μέχρι τώρα μαζί, σημειώνει ο διευθυντής της εταιρείας συμβούλων Mayak Intelligence, συγγραφέας και ειδικός στις ισορροπίες εξουσίας στο Κρεμλίνο, καθηγητής Μαρκ Γκαλεότι.
Είδαμε επίσης ότι η απόφασή του να σύρει τη χώρα σε έναν πόλεμο που είναι δύσκολο να κερδηθεί αμφισβητεί τον ισχυρισμό του Πούτιν ότι έχει αποκαταστήσει τη σταθερότητα και ότι ανοικοδόμησε τη ρωσική οικονομία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, συμπληρώνει από την πλευρά της η δημοσιογράφος και αναλύτρια στο Wilson Center, Κέιτι Στάλαρντ.
Σε αυτό το πλαίσιο, και με βάση τα όσα είπε στο διάγγελμά του, ο Ρώσος πρόεδρος φαίνεται για άλλη μια φορά, να δείχνει παντελή έλλειψη ανησυχίας ότι το σύστημα που έχτισε θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από ισχυρό και σταθερό, παρά τις κυρώσεις και τον πόλεμο. Ο Πούτιν συνεχίζει ξεκάθαρα να πιστεύει ότι έχει ευρεία υποστήριξη τόσο από τους πολίτες όσο και από τις ελίτ, συμπληρώνει η Τατιάνα Στανοβάγια, ιδρύτρια της εταιρείας πολιτικής ανάλυσης R.Politik.
Σίγουρα πάντως κατάφερε να διασφαλίσει κάποιου την υποστήριξη, σύμφωνα με την Άντζελα Στεντ, καθηγήτρια και αναλύτρια στο Brookings Institution. Η Ρωσία κατάφερε να διασφαλίσει ότι η Κίνα εξακολουθεί να την υποστηρίζει, εξηγεί υπογραμμίζοντας τις αναφορές ότι το Πεκίνο θα μπορούσε να προμηθεύσει όπλα στη Μόσχα. (Σύμφωνα με την ίδια, η Κίνα δεν θέλει να χάσει τον πόλεμο η Ρωσία, γιατί ανησυχεί ότι θα χάσει έναν εταίρο σε μια προσπάθεια ενάντια σε αυτό που θεωρεί ως μια παγκόσμια τάξη που κυριαρχείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δύση).
Διαβάστε ακόμα:
Από τη Ρωσία… «με αγάπη»: 5 τρόποι με τους οποίους ο πόλεμος άλλαξε τον κόσμο
Μπορεί να κέρδισε την Κίνα, στην πράξη έχασε όμως την σύνδεση με την Ουκρανία και τον ρωσικό λαό, σχολιάζει ο Γκαλεότι. «Οι μεγαλειώδεις ισχυρισμοί του Πούτιν ότι ‘’Ρώσοι και Ουκρανοί είναι ένας λαός – ένα ενιαίο σύνολο’’, δεν αποδείχθηκαν απλώς ψευδείς, αλλά η εισβολή του ένωσε ένα έθνος που προηγουμένως υπέφερε από διαιρέσεις», αναφέρει προσθέτοντας ότι παράλληλα χάνει τη σχέση του με τους δικούς του ανθρώπους, αποστασιοποιείται από τις ανησυχίες και τα ενδιαφέροντά τους.
Στο ίδιο πνεύμα και ο διευθυντής του προγράμματος για τη Ρωσί και την Ευρασία στο Carnegie Endowment for International Peace, Γιουτζίν Ράμερ. Ένα χρόνο πολέμου, το κύριο αποτέλεσμα είναι ότι ο Πούτιν πέτυχε ακριβώς αυτό που ήλπιζε να αποτρέψει να συμβεί.
«Δημιούργησε στο κατώφλι της Ρωσίας μια χώρα την οποία ενώνει το μίσος για τη Ρωσία», σημειώνει υπογραμμίζοντας επίσης την επίδραση που είχε η εισβολή στην συνεργασία μεταξύ ΝΑΤΟ και Ουκρανίας.
«Πριν από τον πόλεμο, ένα από τα κύρια παράπονα του Πούτιν ήταν ότι το ΝΑΤΟ γέμιζε με όπλα την Ουκρανία. Αυτές οι προπολεμικές προμήθειες ήταν ελάχιστες σε σύγκριση με τις ποσότητες προηγμένων όπλων που στέλνουν οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία για να αντιμετωπίσει τη ρωσική επιθετικότητα. Η Ουκρανία έχει έναν ικανό, σκληραγωγημένο στρατό. Έχει αποφασίσει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, και ακόμη κι αν αυτό δεν συμβεί στο εγγύς μέλλον, έχει ήδη αναπτύξει στενούς δεσμούς ασφαλείας με τη συμμαχία, η οποία συζητά ενεργά ποιες ρυθμίσεις ασφαλείας μπορεί να προσφέρει στην Ουκρανία για να ενισχύσει τις δυνατότητές της για άμυνα και αποτροπή της Ρωσίας».
Έχοντας καταφέρει όλα αυτά, συνεχίζει ο Ράμερ, ο Πούτιν μετέτρεψε τον δικό του πόλεμο του σε πόλεμο της Ρωσίας.
Όπως και να’ χει, η αποτυχία της Ρωσίας να κερδίσει ένα πόλεμο-αστραπή καλλιέργησε την αισιοδοξία ότι η Ουκρανία θα μπορούσε να νικήσει τον πόλεμο. Για την ώρα όμως το μόνο που βλέπουμε είναι μια «βαλτωμένη» κατάσταση στην οποία φτάσαμε μέσα από μια διαδρομή που ξεκίνησε από μια πολυμέτωπη εισβολή που περιελάμβανε το Κίεβο, στο βορρά, και εξελίχθηκε σε μια σύγκρουση φθοράς, με τη γραμμή του μετώπου να επικεντρώνεται πλέον στα ανατολικά και νότια και να φτάνει τα 1.000 χιλιόμετρα.
Τους τελευταίους μήνες καμία από τις δύο πλευρές δεν έχει επιτύχει κάποια σημαντική επιτυχία στο πεδίο, ικανή να αλλάξει την πορεία του πολέμου. Είναι ενδεικτικό ότι οι μάχες για το Μπαχμούτ, στην περιφέρεια του Ντονέτσκ, μαίνονται εδώ και μήνες, αφήνοντας πολλές απώλειες και τον χαρακτηρισμό «κρεατομηχανή».
Καμία επίσης πλευρά δεν φαίνεται έτοιμη να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αντιθέτως, και οι δύο ετοιμάζονται να εξαπολύσουν μεγάλες επιθέσεις στο άμεσο μέλλον.
Υπήρχε η ελπίδα ότι θα λαμβάναμε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους στόχους των ρωσικών επιχειρήσεων για τον δεύτερο χρόνο των συγκρούσεων στο διάγγελμα του Βλαντίμιρ Πούτιν, την περασμένη Τρίτη. Σε αυτή την ομιλία όμως, πέρα από την ασάφεια που επικράτησε, δόθηκε περισσότερη εστίαση στο κατηγορώ του Ρώσου ηγέτη για την Δύση.
Σε αυτήν ακριβώς την μαινόμενη στάση κρύβεται, σύμφωνα με τους αναλυτές, το πραγματικό νόημα της χωρίς νόημα ομιλίας του: ότι προετοιμάζεται για ένα παρατεταμένο πόλεμο.
«Ο Πούτιν είπε πολύ λίγα ουσιαστικά πράγματα, πιθανότατα για να προετοιμάσει το έδαφος για έναν παρατεταμένο πόλεμο στην Ουκρανία, μη διατυπώνοντας συγκεκριμένους χρονικούς στόχους και πλαισιώνοντας τον πόλεμο με το υπαρξιακό περίβλημα για τον ρωσικό εγχώριο πληθυσμό», σημειώνει το Ινστιτούτου για τη Μελέτη του Πολέμου (ISW).
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Γκαλεότι εξετάζοντας τον τρόπο που διαμορφώνεται η ρωσική οικονομία για να προσαρμοστεί στον πόλεμο. «Η οικονομία του (Πούτιν) μετατρέπεται σε μια οικονομία επιβίωσης εν καιρώ πολέμου, στην οποία οι ανάγκες του πληθυσμού μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα για να στηριχθεί η εισβολή… Ενώ ανυπομονεί για τις όποιες στρατιωτικές νίκες μπορούν να του φέρουν οι στρατηγοί του, η στρατηγική του Πούτιν φαίνεται να έχει μετατοπιστεί σε έναν μακρύ, φθοροποιό στρατιωτικό και πολιτικό πόλεμο», λέει χαρακτηριστικά.
«Δεσμεύει τη Ρωσία μακροπρόθεσμα, στρατιωτικοποιώντας όχι μόνο την οικονομία, αλλά την κοινωνία στο σύνολό της, με την εκ των προτέρων στρατιωτική και ‘’πατριωτική’’ εκπαίδευση να επιστρέφουν στο σχολικό πρόγραμμα σπουδών. Αυτά είναι τα μέτρα που υιοθετεί ένα κράτος όταν πιστεύει ότι θα βρίσκεται σε πόλεμο για χρόνια, όχι μήνες», προσθέτει.
Επιχειρώντας να κατανοήσει γιατί ο Ρώσος πρόεδρος διακινδυνεύει ένα μεγάλο σε διάρκεια πόλεμο, ο καθηγητής υποστηρίζει πως ο Πούτιν δεν ελπίζει τόσο σε μια νίκη επί της Ουκρανίας, όσο το να δώσει την εντύπωση στο Κίεβο αλλά και τη Δύση ότι η χώρα του θα παραμείνει σε κατάσταση πολέμου για όσο χρειαστεί.
Ο πραγματικός πολιτικός του στόχος είναι να εξαντληθεί η βούληση και η ενότητα της Δύσης, εξηγεί. «Το στοίχημα του Πούτιν είναι ότι μπορεί να αντέξει περισσότερο (από την Δύση), επομένως εάν και όταν η δυτική βοήθεια αρχίσει να περιορίζεται, θα είναι σε ισχυρότερη θέση να υπαγορεύσει τους όρους του στο Κίεβο», λέει χαρακτηριστικά.
Και ο Ράμερ συμφωνεί. «Ο Πούτιν ξεκίνησε το στοίχημα με μια σύντομη και αποφασιστική εκστρατεία. Η Ρωσία ήθελε να κερδίσει γρήγορα. Ένα χρόνο αργότερα, ποντάρει στο ακριβώς αντίθετο, να διεξάγει έναν μακρύ πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας, εκμεταλλευόμενη τα πλεονεκτήματα που της παρέχουν το μέγεθος, η ανθεκτική οικονομία και η σχετική ασφάλειά της από τα αντίποινα. Η νίκη στο πεδίο της μάχης αποδείχθηκε άπιαστη. Μια αντεπίθεση στο Ντονμπάς, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη εκστρατεία τρόμου κατά των ουκρανικών πόλεων και κωμοπόλεων και την καταστροφή των υποδομών της χώρας, είναι οι επόμενες καλύτερες επιλογές του», σημειώνει, προσθέτοντας ότι από την οπτική γωνία του Πούτιν, αυτή είναι πιθανόν μια βιώσιμη στρατηγική για την επόμενη φάση του πολέμου.
Διευκρινίζει πάντως πως μιας αλλαγή της στρατηγικής, δεν σημαίνει και αλλαγή των στόχων του ρωσικού πολέμου. «Η Ουκρανία, και όχι το Ντονμπάς, είναι το έπαθλο», εξηγεί.
Πάντως για την Στανοβάγια, η νίκη για τον Πούτιν είναι πέρα από τα σύνορα της Ουκρανίας. Για την ίδια, ο Ρώσος πρόεδρος διεκδικεί να μπει ένα τέλος στις αντιρωσικές πολιτικές της Δύσης, γι΄αυτό και ανέστειλε την συμμετοχή της Ρωσίας στη συμφωνία Start για τον έλεγχο των πυρηνικών εξοπλισμών.
«Είναι μια προσπάθεια να αποδείξει ότι η Μόσχα είναι έτοιμη να διαλύσει όλες τις συνθήκες και τις μορφές διαλόγου έως ότου η Δύση επανεξετάσει την πολιτική της σε σχέση με τη Ρωσία», λέει χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας ότι τα λεγόμενα του Πούτιν υποδεικνύουν ουσιαστικά ότι στην αυξανόμενη αντιπαράθεση με τη Δύση, η Ρωσία θα στηριχθεί σε ένα μόνο επιχείρημα: την πυρηνική επιλογή.
Με βάση όλα αυτά ο Ράμερ καταλήγει σε τρία πιθανά σενάρια για την εξέλιξη του πολέμου:
· Αδιέξοδο
· Κερδίζει η Ουκρανία
· Κερδίζει η Ρωσία
Το πρώτο σενάριο στην πραγματικότητα εξελίσσεται σε ένα παντοτινό πόλεμο, ίσως κάτι που μοιάζει με τη μόνιμη αντιπαράθεση στην Κορεατική Χερσόνησο. Το δεύτερο σενάριο ενέχει τον κίνδυνο μιας δραματικής κλιμάκωσης από τη Ρωσία, η οποία με τη σειρά της θα μπορούσε να αναγκάσει το ΝΑΤΟ να εμπλακεί άμεσα στη μάχη. Το τρίτο σενάριο φέρει επίσης τον κίνδυνο μιας άμεσης αντιπαράθεσης ΝΑΤΟ-Ρωσίας, καθώς η προοπτική επικράτησης της Ρωσίας στο πεδίο της μάχης θα οδηγήσει σε εκκλήσεις για ανάμειξη του ΝΑΤΟ για να σωθεί η Ουκρανία, εξηγεί.