Ψηλά στον κοκκινόβραχο του Πάρνωνα, σε ύψος 650 μέτρων, βρίσκεται γατζωμένη η κάτασπρη Μονή της Παναγίας της Έλωνας. Είναι να απορείς πως κατόρθωσαν, όχι μόνο να φθάσουν άνθρωποι εκεί, αλλά και να κτίσουν και να ζήσουν για χρόνια μακριά -πολύ μακριά- από το σήμερα!
Η ιστορία της Μονής πάει πολύ πίσω στους αιώνες. Το 1300, με βάση το ιστορικό, οι βοσκοί της περιοχής έβλεπαν σε ένα δυσπρόσιτο σημείο της πλαγιάς του Πάρνωνα ένα φως. Αρχικά δεν του έδωσαν σημασία, η συνέχιση του φαινομένου όμως όξυνε την περιέργεια τους με αποτέλεσμα να καταφύγουν στον επίσκοπο Ρέοντος και Πραστού.
Ο επίσκοπος συγκέντρωσε το χωριό και επιχείρησαν να δώσουν μία εξήγηση στο αξιοπερίεργο περιστατικό. Το αποτέλεσμα ήταν να αντιληφθούν ότι επρόκειτο για το φως ενός καντηλιού, το οποίο ήταν αναμμένο μπροστά από μία εικόνα. Το ύψος, όμως, που βρισκόταν η εικόνα καθιστούσε αδύνατη κάθε προσπάθεια προσέγγισής της.
Μετά τις προσευχές τους η εικόνα κατέβηκε σε χαμηλότερο σημείο και οι τολμηρότεροι παρευρισκόμενοι σκαρφάλωσαν στο βουνό και διαπίστωσαν ότι ήταν μία εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας. Στη συνέχεια έχτισαν ένα πρόχειρο ξύλινο εκκλησάκι, όπου και τοποθέτησαν την εικόνα, ενώ για την πρόσβαση σε αυτό κατασκευάστηκε σχοινένια σκάλα.
Στην περιοχή που βρέθηκε η εικόνα ασκήτευαν δύο μοναχοί, ο Καλλίνικος και ο Δοσίθεος. Ο επίσκοπος τους ζήτησε να εγκατασταθούν στο ακριβές μέρος όπου βρέθηκε η εικόνα. Με τη βοήθεια των κατοίκων της περιοχής οι δύο μοναχοί δεν άργησαν να κατασκευάσουν ένα μικρό εκκλησάκι και δύο κελιά, δημιουργώντας ουσιαστικά τη μονή. Με βάση παραδόσεις αλλά και στοιχεία από χειρόγραφα οι δύο μοναχοί βρήκαν φριχτό τέλος στα χέρια δύο Τούρκων.
Με βάση την ίδια παράδοση οι δύο σφαγείς έχασαν την όραση τους, όταν επιχείρησαν να συλήσουν το ναό της μονής και την ξαναβρήκαν μόνο μετά τις ικεσίες των κατοίκων του γειτονικού Κοσμά.
Σε αυτό να οφείλονται ίσως και τα προνόμια που απέκτησαν την ίδια περίοδο οι κάτοικοι του συγκεκριμένου χωριού. Τα επόμενα χρόνια η μονή ακμάζει και αποκτά μεγάλο αριθμό προσκυνητών και δωρητών.
Μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1770 (Ορλωφικά) οι Τούρκοι καταστρέφουν σαν αντίποινα την Πελοπόννησο. Την περίοδο αυτή η μονή πυρπολείται και λαφυραγωγείται, ενώ οι μοναχοί της σφαγιάζονται. Η μονή ανακατασκευάστηκε την επόμενη δεκαετία.
Ο ναός της μονής χρονολογείται από το 1809, πληροφορία που παρέχεται από επιγραφή στην κεντρική του είσοδο. Χτίστηκε επάνω στα θεμέλια του προηγούμενου κατεστραμμένου ναού και έχει μεγαλύτερο μέγεθος από τον προηγούμενο. Συγκεκριμένα έχει μήκος 14,90 μέτρα και πλάτος 5,10.
Δε διαθέτει τρούλο, ούτε όμως και αγιογραφίες. Το τέμπλο του όμως είναι σκαλιστό και προέρχεται από ξύλο καρυδιάς. Πάνω σε αυτό είναι ζωγραφισμένες παραστάσεις από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, έργα σημαντικών καλλιτεχνών, όπως προκύπτει και από τις ενθυμήσεις που υπάρχουν πάνω σε αυτές.
Το κωδωνοστάσιο του ναού κατασκευάστηκε το 1831.
«Κάθε καντήλι και ένας πόνος, ένας πόθος» λέει ο Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Σαράντης, Αρχιερατικός Επίτροπος της Περιφερείας, στρέφοντας το βλέμμα του προς την μαυρισμένη από τον καπνό των κεριών οροφή του Ναού. Μοναδική η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά σύμφωνα με την παράδοση. Είναι κατασκευασμένη με κερί για λόγους ασφαλείας μετά την κλοπή της το 2006.
Στις 18 Αυγούστου του 2006 η ιστορική εικόνα της Παναγίας κλάπηκε από τη μονή μαζί με τα αφιερώματά της. Η κλοπή αυτή προκάλεσε αίσθηση και δημοσιοποιήθηκε τόσο από τα ελληνικά όσο και από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Η εικόνα εντοπίστηκε από την Ελληνική Αστυνομία 38 ημέρες αργότερα στο Φαρακλό Λακωνίας. Ο δράστης συνελήφθη και η εικόνα επιστράφηκε στη θέση της με μία πανηγυρική τελετή. Στην τοποθεσία που βρέθηκε χτίστηκε με έξοδα της ΕΛΑΣ εικονοστάσι, στο οποίο τοποθετήθηκε πιστό αντίγραφό της εικόνας, ακριβώς ένα χρόνο μετά τον εντοπισμό της.
Ο ναός είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και γιορτάζει στις 15 Αυγούστου.