Ένα πουλί που ο πληθυσμός του έχει μειωθεί κατά πολύ στον Θεσσαλικό κάμπο, μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ σημαντικό όπλο κατά των τρωκτικών και τις ζημιές που κάνουν στις καλλιέργειες.
Πρόκειται για την Τυτώ (γνωστή και ως κλαψοπούλι) ένα πτηνό που μοιάζει με κουκουβάγια, χωρίς να είναι, ανήκει στην οικογένεια των γλαυκίδων και έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά να βοηθήσει στην μείωση του προβλήματος με φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο.
Πιο αναλυτικά πρόκειται για ένα πρόγραμμα που συναποφάσισαν να υλοποιήσουν 9 πεδινοί Δήμοι της Θεσσαλίας, μεταξύ των οποίων και ο Δήμος Σοφάδων, με επικεφαλής την περιφέρεια Θεσσαλίας. Για το λόγο αυτό έχουν ήδη παρθεί αποφάσεις τόσο από τα δημοτικά Συμβούλια, όσο και από την Οικονομική Επιτροπή της περιφέρειας, για την υπογραφή της σύμβασης, που θα επιτρέψει την υλοποίηση του έργου.
Οι Δήμοι που θα συμμετάσχουν είναι ο Δήμος Σοφάδων από την Π.Ε. Καρδίτσας και οι Δήμοι Λαρισαίων, Αγιάς, Τεμπών, Ελασσόνας, Τυρνάβου, Κιλελέρ, Ρήγα Φεραίου και Φαρσάλων, από τις Π.Ε. Λάρισας και Μαγνησίας.
Ουσιαστικά αυτό που θα επιδιωχθεί είναι να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον που θα επιτρέψει την αύξηση του πληθυσμού των πτηνών, μέσω της τοποθέτησης της απαραίτητης υλικοτεχνικής υποδομής, με απώτερο σκοπό η Τυτώ να αποτελέσει όπλο κατά των τρωκτικών στο αγροτικό οικοσύστημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα μόνο πτηνό μπορεί να καταναλώσει μέχρι 1.000 τρωκτικά το χρόνο. Παράλληλα θα γίνεται συνεχής παρακολούθηση και καταγραφή αποτελεσμάτων, στην προσπάθεια να είναι αποδοτική η συνεργασία και να εξελιχθεί η αποτελεσματικότητα του προγράμματος.
Η διάρκεια του εγχειρήματος, με βάση το σχέδιο σύμβασης θα είναι 5ετης και οι Δήμοι μαζί με την περιφέρεια θα το χρηματοδοτήσουν αναλογικά. Ο Δήμος Σοφάδων για την συνολική διάρκεια του προγράμματος θα καταβάλει 30.000 ευρώ περίπου.
Μιλώντας για το θέμα στο KarditsaLive.Net, ο δήμαρχος Σοφάδων Θάνος Σκάρλος, τόνισε ότι ο Δήμος Σοφάδων, με την μεγάλη πεδινή έκταση, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στον πρωτογενή τομέα. Γι αυτό και δεν θα είμαστε, πρόσθεσε, φειδωλοί, στην διάθεση κονδυλίων, προκειμένου να σωθούν καλλιέργειες και μάλιστα με φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα δίνει αυτή την δυνατότητα και θέλουμε να την εκμεταλλευτούμε στο έπακρο.
Στοιχεία για την Τυτώ
Η τυτώ είναι, γενικά, νυκτόβιο είδος όπως και οι γνήσιες κουκουβάγιες, μπορεί όμως να δραστηριοποιηθεί λίγο πριν το σούρουπο και, κάποιες φορές μπορεί να παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, να πετάει προσπαθώντας να αλλάξει κάποιο ανεπιθύμητο πόστο κουρνιάσματος. Κατά την περίοδο φωλιάσματος και όταν επικρατούν κακές καιρικές συνθήκες, η καθημερινή χρονική περίοδος κυνηγιού μπορεί να παραταθεί σημαντικά.
Η τυτώ προτιμάει να κυνηγά στα όρια των ανοικτών μεγάλων εκτάσεων (λιβάδια, αγροί). Πετάει χαμηλά και σχετικά αργά πάνω από το έδαφος, εποπτεύοντας το χώρο για σημεία που, πιθανόν, κρύβουν θηράματα. Πιο σπάνια, μπορεί να χρησιμοποιεί κάποια υψηλότερα πόστα (στύλους, φράχτες), ως σημεία ενέδρας. Μελέτες έχουν δείξει ότι χρησιμοποιεί τους ίδιους εναέριους «διαδρόμους» για το καθημερινό της κυνήγι σε μία συγκεκριμένη περιοχή.
Τα αυτιά της είναι τοποθετημένα ασυμμετρικά στο κεφάλι, και της δίνουν «στερεοφωνική» αντίληψη της πηγής και της απόστασης των ήχων, γεγονός που πρακτικά σημαίνει ότι δεν χρειάζεται καθόλου να βλέπει, κυνηγώντας άνετα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Βέβαια, όταν κυνηγάει όσο υπάρχει ακόμη φως, χρησιμοποιεί και την όρασή της.
Μόλις αντιληφθεί κάποιον ήχο, ορμάει ταχύτατα και κατευθύνεται με ακρίβεια εκατοστού στο στόχο, βυθίζοντας τα νύχια της βαθιά στη λεία, ακόμη και άν βρίσκεται κάτω από το χώμα, τη βλάστηση ή κάτω από παχύ στρώμα χιονιού. Πρακτικά, όταν ένα τρωκτικό προδώσει τη θέση του, δεν έχει καμία ελπίδα διαφυγής.
Σε σύγκριση με άλλα Γλαυκόμορφα παρομοίου μεγέθους, διαθέτει αρκετά υψηλότερο μεταβολικό ρυθμό, γεγονός που την υποχρεώνει σε μεγάλη κατανάλωση τροφής. Πρακτικά, καταναλώνει περισσότερα τρωκτικά σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από ό, τι, ενδεχομένως, κάθε άλλο πλάσμα. Αυτό καθιστά την τυτώ ένα από τα πιο πολύτιμα άγρια ζώα για τους αγρότες, πολλοί από τους οποίους, μάλιστα, τις βρίσκουν πολύ πιο αποτελεσματικές και «οικολογικές» από τα δηλητήρια που χρησιμοποιούνται κατά των τρωκτικών και, ενθαρρύνουν την παρουσία τους κατασκευάζοντας διόδους για φωλιές.