Η απουσία μιας αμφίδρομης σχέσης μεταξύ του καταναλωτή και της χονδρικής αγοράς καταστέλλει κάθε φιλότιμη προσπάθεια κατανόησης και εξορθολογισμού της ελληνικής αγοράς ενέργειας. Η σχέση του καταναλωτή με την αγορά ενέργειας περιορίζεται, κυρίως, στην επιλογή του ενεργειακού παρόχου στο πεδίο της λιανικής αγοράς.
Δυστυχώς, απουσιάζει μέσα από τη λειτουργία της χονδρικής αγοράς η δυνατότητα των καταναλωτών να επιλέγουν φθηνή παραγωγή ενέργειας από τις μονάδες ΑΠΕ. Μεταφέροντας οι καταναλωτές ένα ποσοστό της κατανάλωσής τους σε χρονικά διαστήματα όπου κυριαρχεί η παραγωγή ενέργειας από μονάδες ΑΠΕ, πρακτικά θα επέλεγαν φθηνή ενέργεια.
Οι μετρητές με χρονοχρέωση (νυχτερινό τιμολόγιο), οι οποίοι βρίσκονται ήδη σε εφαρμογή, έχουν τη δυνατότητα να λειτουργούν ως διζωνικοί μετρητές, μέχρι την εισαγωγή των «έξυπνων» μετρητών. Με κατάλληλη ρύθμιση δίνεται η επιλογή στο καταναλωτικό κοινό να απομακρύνει χρονικά την κατανάλωσή του από τη ζώνη αιχμής (υψηλής ζήτησης), εξομαλύνοντας με αυτόν τον τρόπο τις αιχμές φορτίου.
Η λύση αυτή παρουσιάζει αποτελέσματα ίδια με αυτά που προσφέρει η χρήση της αποθήκευσης ενέργειας, ενώ συγχρόνως τα οικονομικά οφέλη είναι τεράστια, καθώς υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη επενδύσεων για αποθήκευση εωσότου καταστεί οικονομικά προσιτή.
Η μεταποίση καταναλωτικών φορτίων με τη χρήση του νυχτερινού μετρητή σε περιόδους υψηλής ζήτησης ενέργειας επιφέρει τα κάτωθι αποτελέσματα:
Απελευθερώνεται ενεργειακός χώρος για τις μονάδες των ΑΠΕ, αποτρέποντας τις περικοπές ισχύος. Όταν ο καταναλωτής εισέρχεται στο δίκτυο αγοραπωλησίας εκτός χρονικής ζώνης αιχμής, οι μονάδες ΑΠΕ αξιοποιούνται στο μέγιστο δυνατό, καθώς αναλαμβάνουν να καλύψουν εκείνο το ποσοστό της κατανάλωσης που μετατοπίστηκε χρονικά εξισορροπώντας την προσφορά και τη ζήτηση.
Ενδυναμώνει τον ανταγωνισμό, καθώς δεν χρειάζεται να μειώσουμε την καταναλωτική ζήτηση για να μειωθούν οι τιμές της ενέργειας.
Προστατεύει τον καταναλωτή από τις αιφνίδιες τιμολογιακές διακυμάνσεις, καθώς του προσφέρει την επιλογή να χρησιμοποιήσει το αγαθό της ενέργειας εκτός ζώνης αιχμής. Επιτυγχάνεται έτσι η προστασία του καταναλωτή μέσα από την ενδυνάμωσή του.
Σε περιόδους μεγάλης καταναλωτικής ζήτησης το ηλεκτρικό δίκτυο παρουσιάζει καλύτερη ευστάθεια (αποφυγή μπλακάουτ), ενισχύοντας την αξιοπιστία του.
Αποτρέπει σε μεγάλο βαθμό τις διακοπές ηλεκτροδότησης, προσφέροντας στους καταναλωτές ποιοτικές υπηρεσίες.
Αποτρέπει σε περιόδους χαμηλής ενεργειακής ζήτησης μηδενικές χρηματιστηριακές τιμές ενέργειας (ν. 4414/2016, άρθρο 5, παρ. 10), ώστε οι παραγωγοί/προμηθευτές ενέργειας να αποζημιώνονται, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο επιπρόσθετα κέρδη.
Δημιουργείται ένα «spread» τιμών, καθώς οι προμηθευτές αγοράζουν πιο φθηνά την ενέργεια που μετατοπίστηκε, για να καλύψουν τις νέες ανάγκες ζήτησης, σε σχέση με την τιμή που θα την αγόραζαν αν δεν είχε μετατοπιστεί η ενέργεια αυτή χρονικά. Η διαφορά αυτή είναι μετρήσιμη και είναι δυνατόν να αποτυπωθεί με μείωση των τιμών στα τιμολόγια των καταναλωτών στη λιανική αγορά, ανεξάρτητα από τη μέση τιμή στη χονδρική αγορά (MCP).
Προάγει την «ενεργειακή δημοκρατία», καθώς οι καταναλωτές συμμετέχουν στη διαμόρφωση της χονδρικής αγοράς ενέργειας χωρίς να επεμβαίνουν στους κανόνες λειτουργίας της. Εξάλλου, θίγονται πάντα όσοι έχουν τη μικρότερη συμμετοχή.
Από όλα τα παραπάνω συνεπάγεται ότι η συγκεκριμένη λύση διαμορφώνει ένα υψηλό περιθώριο κέρδους για τις εταιρείες ενέργειας, το οποίο, ειδικά σε περιόδους οικονομικής και ενεργειακής αβεβαιότητας, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί σε ένα ποσοστό του για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Αν ακολουθήσουμε την Αρχή του Pareto, η οποία υποστηρίζει ότι το 80% των αποτελεσμάτων προκύπτει από το 20% των μέσων ή των αιτιών, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αν το 20% από τα κέρδη της συγκεκριμένης λύσης κατευθυνθεί προς την κοινωνία, τότε αυτή θα ελαφρυνθεί τιμολογιακά σε ποσοστό 80%. ΜΠΡΟΣΤΑ στις δυσοίωνες προβλέψεις για έναν δύσκολο ενεργειακά χειμώνα, όπως προειδοποίησε άλλωστε ο Φατίχ Μπιρόλ, διευθυντής της Διεθνούς Οργάνωσης Ενέργειας (ΙΕΑ), η λήψη μέτρων για την προστασία των καταναλωτών θα ενισχύσει τις προσπάθειες της πολιτείας για ένα ενεργειακό περιβάλλον το οποίο θα διακρίνεται από «ενεργειακό πολιτισμό».