Γράφει η Αλεξία Βούλγαρη
Στη μητέρα μου έλεγα τα πάντα. Θυμάμαι της είχα πει ακόμη και για τις πρώτες φορές των πειραματισμών και των αναζητήσεών μου. Τίποτα δεν την είχε σοκάρει, αλλά εκείνο το περιστατικό δεν άντεχα να το εκφράσω. Φαίνεται ακόμα και οι λέξεις είχαν συγκλονιστεί και αρνούνταν να ξεγλιστρήσουν από τα χείλη μου. Ίσως ντρεπόμουν, σίγουρα ντρεπόμουν και φοβόμουν. Γιατί; Αφού δεν έφταιγα ή μήπως έφταιγα και δεν το είχα συνειδητοποιήσει;
Χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα χρόνια για να με πιάσει κάποιος από το χέρι και να μου εξηγήσει πως το θύμα δε φταίει ποτέ, το όχι είναι άρνηση κάθετη και τα ρούχα δεν σχετίζονται με τη διάθεση του ατόμου που έχει υποστεί βιασμό. Φυσικά τα ήξερα όλα αυτά, η αλήθεια όμως είναι πως τη στιγμή που βιώνεις κάτι τόσο τραυματικό ξεχνάς κάθε τι λογικό που έχεις μάθει στη ζωή σου και δυστυχώς μαζί με τη λογική χάνεις την πίστη σου, την αυτοπεποίθησή σου, το αίσθημα ασφάλειας που πιθανόν σε διακατείχε και οποιοδήποτε θετικό συναίσθημα είχε ξεμείνει πίσω. Στην πραγματικότητα το μόνο που θυμάσαι όταν όλα τα φώτα σβήσουν είναι ο τρόπος που τα χέρια του ακουμπούσαν δίχως οίκτο το κορμί σου νωχελικά, η βαριά ανάσα του στο λαιμό σου και ένα θολωμένο πρόσωπο. Θολωμένο γιατί τα μάτια δεν άντεξαν τη φρίκη που αντίκριζαν και είχαν βουρκώσει θέλοντας να διαγράψουν την εικόνα. Σιγά σιγά, μαζί με την εικόνα «θαμπώνουν» και οι αναμνήσεις, αμυδρά ηχούν στα αυτιά μου οι κραυγές και τα παρακάλια, οι καρποί μου πλέον αντιδρούν αυτόματα σε όποιον τους σφίξει τόσο όσο εκείνος και οι τάσεις φυγής θεωρούνται πια μια μόνιμη κατάσταση.
Κάθε πρωί, βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει, πείθω τον εαυτό μου πως όλα είναι καλά, όλα βρίσκονται στο παρελθόν και πολύ πιθανόν να είδα πάλι κάποιο όνειρο, που ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα, ίσως και να είμαι ένας ακόμη παράφρονας που γράφει. Κλείνω τα μάτια.. Όχι, δεν είμαι ψυχοπαθής, ούτε εσύ που το διαβάζεις είσαι, ούτε εσύ που το έχεις βιώσει, ούτε εσύ που ξέρεις κάποιον που το έχει βιώσει. Θύμα είμαι όπως τόσα άλλα εκατομμύρια εκεί έξω. Όπως κι εγώ, έτσι κι εσύ πρέπει να μιλήσεις, βγες και φώναξέ το, μη φοβάσαι. ΕΙΜΑΙ ΘΥΜΑ, πες, έχω κλάψει, έχω πονέσει, έχω τρομοκρατηθεί αλλά ήρθε η ώρα να μιλήσω. Να μιλήσω για μένα, να μιλήσω για σενα, να σταθώ σε κάθε πλάσμα που έχει βιώσει μια τόσο οδυνηρή στιγμή στη ζωή του.
Δε φταίω και δε φταίς, αυτό να κρατήσεις από όλο το κείμενο. Θα υπάρξουν στιγμές που θα σου πουν ότι εσύ το προκάλεσες, μην αυταπατάσαι, το θύμα ποτέ δεν προκαλεί μ’ακούς; ΠΟΤΕ. Τώρα σήκω, σκούπισε τα δάκρια σου και πήγαινε πες το σε κάποιον που θα σε καταλάβει, τώρα που είναι νωρίς. Μην αφήσεις όπως εγώ τον χρόνο να κυλίσει, λύτρωσε τον εαυτό σου όσο πιο γρήγορα μπορείς, μην αφήσεις ένα σημάδι να σε αναλώσει. Επούλωσέ το.
Πηγή : loveletters.gr