Πριν τη μεταμοντέρνα, χολερική ανάγνωση του ζητήματος της ταυτότητας, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να χαρτογραφήσει ουσιαστικά τις αντιθέσεις και αντιφάσεις του σύγχρονου Δυτικού κόσμου. Μιλάμε δηλαδή για τις ίδιες αντιφάσεις που άφησαν ένα εύφορο έδαφος για να αναπτυχθεί η – βαθύτατα μισανθρωπική – και ψευδεπίγραφα ιδεαλιστική θεωρία της «ατομικής» (και, με το στανιό, κοινωνικά αποδεκτής) ταυτότητας, όπως τη συναντάμε στο σήμερα. Γι’ αυτό και η επανέκδοση του αριστουργηματικού «Επάγγελμα: Ρεπόρτερ» είναι, για εμάς, το γεγονός αυτής της εβδομάδας, για όσους κινηματογραφόφιλους έχουν μείνει στην Αθήνα αυτή την εβδομάδα (η ταινία προβάλλεται αποκλειστικά στη «Ριβιέρα»). Γυρισμένη το 1975, με σπουδαίους πρωταγωνιστές (Τζακ Νίκολσον, Ίαν Χέντρι, Στίβεν Μπέρκοφ – από δίπλα και η καημένη Μαρία Σνάιντερ), η ταινία γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία παγκοσμίως, την εποχή που ο κινηματογράφος και οι μεγάλοι δημιουργοί του ήταν πιο σημαντικοί από τους μαρκετίστες και τους ατζέντηδες, και το κοινό δεν έτρωγε κουτόχορτο με τη σημερινή ευκολία.
Ο Νίκολσον ενσαρκώνει τον Ντέιβιντ, έναν Αμερικάνο πολεμικό ανταποκριτή που βρίσκεται στην έρημο Σαχάρα, αναζητώντας τον ηγέτη μιας ομάδας ανταρτών. Η απάθεια του προσώπου του μόλις και μετά βίας κρύβει τη βαθιά του απογοήτευση για την πορεία της ζωής του (αδύνατον να φανταστεί κανείς έναν σύγχρονο σταρ να δίνει μια τόσο ραφιναρισμένη εσωτερική ερμηνεία) μέχρι που συμβαίνει κάτι αναπάντεχο: Ο ένοικος του διπλανού δωματίου στο ξενοδοχείο του, βρίσκεται νεκρός από καρδιακή προσβολή. Και ο Ντέιβιντ, που μοιράζεται μια ανατριχιαστική ομοιότητα με τον θανόντα, αποφασίζει να οικειοποιηθεί την ταυτότητα του. Αυτόματα, θέτει τη ζωή του σε μεγάλο κίνδυνο (ο νεκρός ήταν έμπορος όπλων), αλλά αυτό μοιάζει να τον απασχολεί ελάχιστα, καθώς ο ίδιος τρέχει να κρυφτεί από το παρελθόν, σα σκυλί που κυνηγάει την ουρά του. Η δε σινεμασκόπ φωτογραφία του Λουτσιάνο Τόβολι (που την αμέσως επόμενη χρονιά θα φωτογραφήσει το «Σουσπίρια» του Ντάριο Αρτζέντο – τόσο διαφορετικές ταινίες!) είναι αρκετά «μεγάλη» για να χωρέσει μέσα της το υπαρξιακό κενό του ήρωα της, αλλά και να μας αφήσει με το στόμα ανοιχτό στο ιστορικό πλέον δεκάλεπτο μονοπλάνο του συγκλονιστικού φινάλε.
Για τους υπόλοιπους, έχουμε άλλες δυο επανεκδόσεις (το βιτριολικά ξεκαρδιστικό «Φάργκο» των αδελφών Κοέν και – ξανά! – το «Έγκλημα στο Όριεν Εξπρές» του Σίντνεϊ Λιουμέτ, με Σον Κόνερι και Άλμπερτ Φίνεϊ), ένα μεγαλεπίβολο blockbuster («Gran Turismo» με Ορλάντο Μπλουμ και Ντέιβιντ Χάρμπουρ), ένα τυπικό Γαλλικό κοινωνικό θρίλερ («Εμείς οι δυο» – η Βιρζινί Εφιρά υποφέρει σε μια τοξική σχέση με ένα κακό, δεσποτικό αρσενικό) και την πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση, αναφορικά με τις νέες ταινίες δηλαδή, το πολιτικό θρίλερ «Έρευνα πάνω σε ένα κρατικό σκάνδαλο» του Τιερί ντε Περετί, με τον πάντα αξιόπιστο Βενσάν Λιντόν στο ρόλο ενός πληροφοριοδότη που συγκρούεται με έναν αδέκαστο δημοσιογράφο (Ροσντί Ζεμ) εν μέσω ηχηρού σκανδάλου ναρκωτικών όπου εμπλέκονται σχεδόν οι πάντες. «Ξερό», ρεπορταζιακό ύφος, αιχμηρός ρεαλισμός, δράμα και μετρημένες (γι’ αυτό και αποτελεσματικές) δόσεις σασπένς.
Πηγή: https://www.naftemporiki.gr/culture/cinema/1504142/to-telos-tis-dysis/