Εισαγγελέας της Ναζιστικής Γερμανίας που έφερε τον βαθμό του λοχαγού, ο Μαξιμίλιαν (Μαξ) Μέρτεν, κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στη Σερβία και την Ελλάδα ως ανώτερος δικαστικός σύμβουλος Κομαντατούρ. Και ήταν ο άνθρωπος που έδωσε τις εντολές για φριχτά εγκλήματα, που του «χάρισαν» το προσωνύμιο ο «Δήμιος της Θεσσαλονίκης» και ο «Χασάπης της Θεσσαλονίκης».
Ήταν σαν σήμερα, στις 11 Φεβρουαρίου 1959, που άρχιζε η δίκη του στο Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου στην Αθήνα, στο οποίο προέδρευε ο συνταγματάρχης Κοκορέτσας. Είχαν αποκλειστεί οι πολιτικώς ενάγοντες, για να αποφευχθεί κάθε πολιτικοποίηση του ζητήματος. Ωστόσο το καλοκαίρι του 1957 το υπουργείο Εξωτερικών της Δυτικής Γερμανίας χαρακτήριζε την επικείμενη δίωξη «Υπόθεση πολιτικής, όχι δικαιοσύνης», όπως γράφει η Σούζαν-Σοφία Σπηλιώτη στην έκδοση «Μετά τον πόλεμο», που επιμελήθηκε ο Μαρκ Μαζάουερ.
Η δίκη προκάλεσε το διεθνές ενδιαφέρον, με πολλούς ανταποκριτές ξένων μέσων να την παρακολουθούν στενά. Στις 5 Μαρτίου του 1959 ο πρόεδρος του στρατοδικείου ανακοίνωσε την ετυμηγορία: Ο Μαξ Μέρτεν κρίθηκε ένοχος για παράνομες φυλακίσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης Ελλήνων και Ισραηλιτών, φόνους και θάνατο από ασιτία, τρομοκράτηση σε βάρος 56.000 Ισραηλιτών, καταστροφή του Εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης και εκτοπίσεις τουλάχιστον 40.000 Εβραίων. Καταδικάστηκε σε κάθειρξη 25 ετών για να μείνει τελικά μόλις λίγους μήνες ακόμη μετά την καταδίκη του στη φυλακή.
Όπως περιγράφει η Σούζαν Σοφία Σπηλιώτη αλλά και έγινε σαφές στη δίκη, ο Μέρτεν εκτελούσε τα καθήκοντά του αυθαίρετα τρόπο, δίνοντας την εντύπωση ότι ήταν πολύ ψηλά στη γερμανική ιεραρχεία. Την άνοιξη του 1943, σε συνεργασία με τους ειδικούς απεσταλμένους, μεταξύ των οποίων και ο Άντολφ Άιχμαν, προετοίμασε την απέλαση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, υπέγραψε εντολές για τη δήμευση της εβραϊκής περιουσίας, τη σήμανση των Ελλήνων Εβραίων και τον εγκλεισμό τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπάρχουν στοιχεία ότι μεταξύ άλλων επωφελήθηκε παράνομα από τον πλούτο που άφησαν πίσω τους οι χιιλιάδες αυτοί άνθρωποι που οδηγήθηκαν στον θάνατο. Ας δούμε όμως τι προηγήθηκε της δίκης.
Στην Ελλάδα ήλθε τον τέλος του Αυγουστου του 1942, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του, Άρθουρ Μάισνερ, με τον οποίο και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη τη διετία 1942-1944, όπου συμμετείχε στη δίωξη των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και γειτονικών περιοχών, διατάσσοντας και οργανώνοντας τη μεταφορά περίπου 45.000 ατόμων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς, καθώς και την ευθύνη της λεηλασίας των περιουσιών τους, μέχρι και τυμβωρυχίας του εβραϊκού νεκροταφείου, που υπολογίσθηκε ότι ξεπερνούσαν σε αξία το τεράστιο για την εποχή εκείνη ποσό των 125.000.000 χρυσών φράγκων.
Τον Ιούλιο του 1943 ορίστηκε Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, θέση που κράτησε μέχρι τον Μάρτιο του 1944 όταν και μετακινήθηκε στη Γιουγκοσλαβία.
Μετά τη λήξη του πολέμου ο Μέρτεν συνελήφθη από τους Αμερικανούς στην κατεχόμενη Γερμανία. Το 1946 οι Αμερικανοί πρότειναν την παράδοσή του στις ελληνικές αρχές, στο πλαίσιο της συμφωνίας, που οι Σύμμαχοι είχαν υπογράψει το 1943 για την παράδοση των εγκληματιών πολέμου στις χώρες διάπραξης των εγκλημάτων τους.
Η ελληνική πλευρά δια του Έλληνα στρατιωτικού ακολούθου στο Βερολίνο, στρατηγού Ανδρέα Υψηλάντη, πρότεινε την απελευθέρωσή του «λόγω της άμεμπτης συμπεριφοράς του και των ανεκτίμητων υπηρεσιών του προς την Ελλάδα».
Έτσι, όπως διαβάζουμε στη Wikipedia, άρχισε μια νέα καριέρα στη μεταπολεμική Γερμανία, εργαζόμενος στο Γερμανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης. Αναμίχθηκε στην πολιτική και μαζί με τον Γκούσταφ Χάινεμαν, τον κατοπινό πρόεδρο της Δυτικής Γερμανίας, ίδρυσε πολιτικό κόμμα αντιπολιτευτικό του Κόνραντ Άντεναουερ για την αποδοχή της μονιμότητας του χωρισμού της Γερμανίας.
Η υπόθεση Μέρτεν ξεκίνησε τον Μάιο του 1957, όταν ο Ναζί σφαγέας έφθασε στην Ελλάδα για να καταθέσει σε δίκη του πρώην διερμηνέα του και μάλιστα όχι ως απλός ιδιώτης, αλλά με την επίσημη ιδιότητα υψηλόβαθμου στελέχους του υπουργείου Δικαιοσύνης της Δυτικής Γερμανίας, κατέχοντας θέση Γενικού Γραμματέα. Εκκρεμούσε σε βάρος του ένταλμα σύλληψης από το 1947 και έτσι συνελήφθη.
Σχεδόν αμέσως με την προφυλάκιση του Μέρτεν, ξεκίνησε μία σειρά πολυάριθμων τότε παραστάσεων και διαβημάτων του Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα στο Υπουργείο Εξωτερικών και Δικαιοσύνης που ζητούσε την άμεση αποφυλάκιση του Μέρτεν. Στην απολογία του ο Μαξ Μέρτεν υποστήριξε αντί των κατηγοριών ότι ο λόγος που επισκέφθηκε την Ελλάδα δεν ήταν άλλος από το να συναντήσει παλιούς του φίλους από την κατοχή.
Η τότε ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην αρχή έδειξε αμήχανη και στη συνέχεια υποχώρησε στις πιέσεις του καγκελάριου Κόνραντ Άντεναουερ, καθώς επίκειτο (Φθινόπωρο 1958) σύναψη δανείου της Ελλάδος ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων.
Στα τέλη Ιανουαρίου του 1959 η κυβέρνηση έφερε για συζήτηση στη Βουλή νομοσχέδιο «Περί τροποποιήσεως της νομοθεσίας για τα εγκλήματα Πολέμου», σύμφωνα με το οποίο οριζόταν ότι «αναστέλλεται αυτοδικαίως και χωρίς να απαιτείται απόφασις τις δικαστηρίου, πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου, καθώς και η εκτέλεσις πάσης ποινής ή το υπόλοιπον ταύτης». Οι Times του Λονδίνου έγραψαν τότε: «Η Ελλάς αμνηστεύει τους σφαγείς της». Αλλά και στο εσωτερικό οι αντιδράσεις πολλών βουλευτών ήταν επίσης έντονες, ιδιαίτερα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Ηλία Τσιριμώκου και του Σταύρου Ηλιόπουλου, που κατηγόρησαν την κυβέρνηση για υποχώρηση και ενδοτικότητα.
Το φθινόπωρο του 1959 η υπόθεση Μέρτεν ήλθε και πάλι στην επικαιρότητα με το νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε., με το οποίο γινόταν τροποποίηση του προηγούμενου σχετικού νόμου και επιτρεπόταν η αποφυλάκιση των εγκληματιών πολέμου που είχαν ήδη καταδικαστεί και εκρατούντο σε ελληνικές φυλακές.
Τελικά το νομοσχέδιο ψηφίστηκε και στις 5 Νοεμβρίου 1959 ο Μέρτεν αποφυλακίστηκε και απελάθηκε από την Ελλάδα.
Ευθύς μετά την άφιξή του στη Δυτική Γερμανία συνελήφθη με ένταλμα των γερμανικών δικαστικών αρχών και δικάστηκε στο Βερολίνο. Ο ανακριτής αποφάσισε να παραμείνει ελεύθερος, με τον όρο να παρουσιάζεται στην αστυνομία δύο φορές την εβδομάδα.