Μπορεί η υποχώρηση των τιμών του φυσικού αερίου το τελευταίο διάστημα κάτω από τα επίπεδα των 50 ευρώ/MWh να συνέβαλε στην αποκλιμάκωση των πιέσεων στις τιμές ρεύματος, πλην όμως το ράλι των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων που έσπασαν προχθές το φράγμα των 100 ευρώ/τόνος στο Ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ρύπων (ETS) δημιουργεί αντίρροπη πίεση.
Και προκαλεί πονοκέφαλο στην ενεργοβόρο βιομηχανία όλης της Ευρώπης αλλά και στις χώρες οι οποίες έχουν ακόμα υψηλό ποσοστό ορυκτών καυσίμων στο ενεργειακό τους μείγμα, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα: Σήμερα η συμμετοχή του λιγνίτη στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής ανέρχεται στο 18,58% και αυτή του φυσικού αερίου στο 29,65%.
Σημειώνεται ότι οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ –και ιδίως οι χαμηλότερης απόδοσης- έχουν υψηλό λειτουργικό κόστος ακριβώς λόγω των πολλών ρύπων που εκπέμπουν (που πρέπει να καλύπτονται από ακριβά δικαιώματα), ενώ η άνοδος των ρύπων δημιουργεί προβλήματα –έστω και σε μικρότερο βαθμό- και στις μονάδες φυσικού αερίου που εκπέμπουν μεν λιγότερο CO2, αλλά δεν είναι μηδενικού ανθρακικού αποτυπώματος.
Η μέση τιμή των ρύπων από μόλις 5 ευρώ/τόνος το 2017 έφθασε τα 15 ευρώ το 2018, τα 24 ευρώ τη διετία 2019/2020 , τα 52 ευρώ το 2021 και τα 80 ευρώ/τόνος το 2022. Ορισμένοι παράγοντες της αγορές προεξοφλούν συνέχεια της ανόδου στο επόμενο διάστημα, στο πλαίσιο των πολιτικών που ακολουθεί η ΕΕ για να επιταχύνει την μετάβαση σε καθαρότερες πηγές ενέργειας. Πριν το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, η υπέρβαση του «φράγματος» των 100 ευρώ/τόνο αναμενόταν στο τέλος της δεκαετίας. Ήρθε όμως πολύ νωρίτερα, λαμβάνοντας ώθηση από τη συμφωνία που πέτυχαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στο τέλος του 2022 για την αναμόρφωση του συστήματος εκπομπών ρύπων (που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την βαθμιαία μείωση έως την κατάργηση το 2034 των δωρεάν δικαιωμάτων ρύπων που λαμβάνουν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες, την επέκταση των υποχρεωτικών αγορών δικαιωμάτων ρύπων και σε άλλους κλάδους που δεν καλύπτονταν από το ETS όπως η ναυτιλία) και την αυξημένη ζήτηση για δικαιώματα ρύπων από τον κλάδο της ηλεκτροπαραγωγής, στο πλαίσιο της μείωσης της χρήσης ρωσικού φυσικού αερίου και αντικατάστασής του με ηλεκτροπαραγωγή από άνθρακα.
Σε κάθε περίπτωση, το ράλι των ρύπων δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι η Ελλάδα παραμένει μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με τις υψηλότερες χονδρεμπορικές τιμές ηλεκτρισμού. Aπό τους μεγαλύτερους «χαμένους» δε είναι η ΔΕΗ, στο μέτρο που υποχρεώνεται σε αγορά ακριβών δικαιωμάτων ρύπων για τη λειτουργία των λιγνιτικών της μονάδων, σε μια περίοδο που κάνει αυξημένη χρήση αυτών (και για λόγους ασφάλειας εφοδιασμού) και ενώ ετοιμάζεται σε λίγο να «βάλει στην πρίζα» μια ακόμη μεγάλη μονάδα ισχύος 660 MW, την ΠτολεμαΪδα 5, η οποία πάντως έχει πολύ υψηλότερο βαθμό απόδοσης σε σχέση με τον στόλο των εν λειτουργία μονάδων και είναι λιγότερο ρυπογόνος,
Είναι ενδεικτικό ότι η δαπάνη για δικαιώματα εκπομπών CO2 εκτοξεύθηκε σε 851,7 εκατ. ευρώ το εννεάμηνο του 2022 από 539,4 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2020 λόγω της αύξησης της μέσης τιμής προμήθειας των δικαιωμάτων από τη ΔΕΗ σε 74,5 ευρώ.τόνο (από 44,3 ευρώ/τόνο ένα χρόνο πριν), παρά τη μείωση των ποσοτήτων CO2 κατά 3% (σε 11,9 εκατ. τόνους)
Το ράλι των εκπομπών δικαιωμάτων ρύπων , εξάλλου, αυξάνει και το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων, όχι μόνο εμμέσως –δια των τιμών ρεύματος-, όσο και άμεσα, στο μέτρο που υποχρεούνται να αγοράζουν από το Χρηματιστήριο ένα μέρος των δικαιωμάτων ρύπων που εκπέμπουν, καθώς το ποσοστό των δωρεάν δικαιωμάτων για την ενεργοβόρο βιομηχανία και τη μεταποίηση βαίνει μειούμενο (από 80% το 2013 στο 30% το 2020 με προοπτική πλήρους phase out έως το 2034). Υπάρχει πάντως και ένα….παράπλευρο όφελος που δεν είναι άλλο από την αυξημένη εισροή εσόδων για τα δικαιώματα εκπομπών στους κορβανάδες των κρατών-μελών.