Οι ευρωπαϊκές εταιρείες εξερευνούν τρόπους για να αντικαταστήσουν τις ποσότητες γαλλίου και γερμανίου (δυο κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών για την ενεργειακή μετάβαση της ΕΕ και όχι μόνο) που προμηθεύονταν μέχρι πρότινος από την Κίνα, αλλά τώρα η προσφορά τους τίθεται εν αμφιβόλω λόγω των περιορισμών που έχει θέσει το Πεκίνο στις εξαγωγές. Η πρωτοβουλία αυτή αναλαμβάνεται υπό την πίεση των ευρωπαϊκών αρχών, με τις εταιρείες να τονίζουν ωστόσο ότι απαιτούνται ουσιαστικά κίνητρα προκειμένου η παραγωγή των εν λόγω ορυκτών να είναι βιώσιμη.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συγκέντρωσε την περασμένη εβδομάδα από τη μια μεριά δυνητικούς παραγωγούς γαλλίου και γερμανίου (μεταξύ των οποίων και η MYTILINEOS, στο μέτρο που το γάλλιο είναι υποπροϊόν της παραγωγής αλουμίνας και αλουμινίου από τον βωξίτη) και από την άλλη υποψήφιους αγοραστές των μετάλλων και τους έβαλε στο ίδιο τραπέζι, σε μια προσπάθεια να ενθαρρύνει την παραγωγή τους εντός ΕΕ.
Κατά τη συνάντηση αυτή η MYTILINEOS αποκάλυψε ότι «τρέχει» πιλοτικό πρόγραμμα για να αξιολογήσει τον πιο αποδοτικό τρόπο εξαγωγής γαλλίου, με προοπτική να το αναπτύξει σε ευρεία κλίμακα εντός 18μηνου. Μέσω του project αυτού θα μπορούσε να παράγει 40-45 μετρικούς τόνους γαλλίου ετησίως, ποσότητα ικανή να καλύψει την τρέχουσα ζήτηση εντός ΕΕ. Ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας Ευάγγελος Μυτιληναίος δήλωσε ότι απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ενίσχυση της «βασικής» δραστηριότητας που είναι η παραγωγή αλουμινίου. Μια δραστηριότητα που σε όλη την Ευρώπη βρίσκεται υπό πίεση εξαιτίας των υψηλών τιμών ενέργειας (σε σύγκριση με αυτές ανταγωνιστικών επιχειρήσεων εκτός ΕΕ) και του υψηλού κόστους των ρύπων. «Είμαστε παγιδευμένοι από τα εργαλεία που έχει επιλέξει η ΕΕ για την πράσινη μετάβαση, τη στιγμή που χρειαζόμαστε τεράστιες ποσότητες ενέργειας σε προσιτές τιμές», τόνισε ο κ. Μυτιληναίος και πρόσθεσε: «Βλέπουμε τη ζήτηση (για γάλλιο) να αυξάνεται. Η Κομισιόν πρέπει να δώσει κίνητρα για να πάμε σε παραγωγή εντός ΕΕ». Κατά τη MYTILINEOS, η σύναψη συμβολαίων επί διαφοράς (CfD) που διασφαλίζουν τις τιμές για το μέλλον θα βοηθούσε σημαντικά προς την κατεύθυνση αυτή.
Η προμήθεια και επάρκεια Κρίσιμων και Στρατηγικών Πρώτων Υλών αποτελούν μείζον ευρωπαϊκό ζήτημα λόγω της ιδιαίτερα υψηλής εξάρτησης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας από τρίτες χώρες (οι εισαγωγές της ΕΕ για τα περισσότερα μέταλλα κυμαίνονται από 75–100% των αναγκών της) και του υψηλού κινδύνου εφοδιασμού λόγω του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, οι Βρυξέλλες έχουν θέσει ως προτεραιότητα τη θέσπιση του Κανονισμού για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες (Critical Raw Materials Act – CRMs Act) που θα αποτελέσει το ειδικότερο θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των ζητημάτων ασφαλούς και βιώσιμης πρόσβασης σε κρίσιμες και στρατηγικές ορυκτές πρώτες ύλες. Οι επιμέρους ποσοτικοί στόχοι του Κανονισμού είναι: η ετήσια κατανάλωση στρατηγικών-κρίσιμων πρώτων υλών εντός της ΕΕ να προέρχεται έως το 2030 κατά 10% από εξόρυξη, κατά 15% από ανακύκλωση και κατά 40-50% από επεξεργασία πρωτογενών υλών (για δευτερογενή παραγωγή τελικών προϊόντων) κατ’ ελάχιστο. Προβλέπεται επίσης ότι η μέγιστη εξάρτηση των εισαγωγών από τρίτη χώρα δεν θα υπερβαίνει το 65% για κάθε στρατηγική ορυκτή πρώτη ύλη και σε οποιοδήποτε σχετικό στάδιο της μεταποίησης.
Ο Σύνδεσμος των Ευρωπαίων παραγωγών μη σιδηρούχων μετάλλων Eurometaux έχει τονίσει ότι απαιτούνται χρηματοδοτικά εργαλεία και μέτρα μείωσης του λειτουργικού κόστους. Πρόκειται για ζήτημα που εκτείνεται πέρα από την προμήθεια γαλλίου και γερμανίου, καθώς η ΕΕ καλείται να δημιουργήσει τις συνθήκες για βιώσιμη παραγωγή κρίσιμων και στρατηγικών πρώτων υλών στην ΕΕ σε βάθος χρόνου. «Πέρυσι ήταν το μαγνήσιο, τον προηγούμενο μήνα ο γραφίτης και δεν ξέρουμε ποιο μέταλλο θα πάρει σειρά (αναφορικά με τους κινδύνους στον εφοδιασμό). Στην Ευρώπη πρέπει να περάσουμε από τη φάση των σπασμωδικών αντιδράσεων στη λήψη ουσιαστικών προληπτικών μέτρων και προετοιμασίας για μελλοντικά σοκ», κατέληξε η Eurometaux.