Περίπου 67 εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο έχασαν δόσεις ή δεν έκαναν κανένα από τα βασικά εμβόλια λόγω της πανδημίας και των προβλημάτων που προκάλεσε στην παροχή υγειονομικής περίθαλψης, σύμφωνα με την υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών για τα παιδιά.
«Πάνω από δέκα χρόνια προόδου που επετεύχθη με κόπο στον τακτικό παιδικό εμβολιασμό έχουν υπονομευθεί», ανέφερε η Unicef στην ετήσια έκθεσή της για την Κατάσταση του Κόσμου για τα Παιδιά που κυκλοφόρησε την Τετάρτη, προειδοποιώντας παράλληλα ότι αποτελεί πρόκληση η επιστροφή η βελτίωση της κατάστασης.
Από τα 67 εκατομμύρια παιδιά των οποίων οι εμβολιασμοί «διακόπηκαν σοβαρά», 48 εκατομμύρια έχασαν εξ ολοκλήρου τα βασικά εμβόλια, ανέφερε ο οργανισμός, προειδοποιώντας για την πιθανότητα εμφάνισης εστιών πολιομυελίτιδας και ιλαράς.
Η εμβολιαστική κάλυψη στα παιδιά μειώθηκε σε 112 χώρες και το ποσοστό των παιδιών που εμβολιάστηκαν παγκοσμίως μειώθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, στο 81%. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό από το 2008. Η Αφρική και η Νότια Ασία επλήγησαν περισσότερο.
«Τα εμβόλια διαδραμάτισαν έναν πραγματικά σημαντικό ρόλο στη μακροζωία και την καλή υγεία των παιδιών», ενώ «οποιαδήποτε μείωση στο ποσοστό εμβολιασμού είναι ανησυχητική», τόνισε ο Μπράιαν Κίλι επικεφαλής συντάκτης της έκθεσης. Η μείωση των ποσοστών εμβολιασμού θα μπορούσε να επιδεινωθεί από άλλες κρίσεις, από την κλιματική αλλαγή έως την επισιτιστική ανασφάλεια, προειδοποίησε ο Κίλι.
«Έχουμε αυξανόμενο αριθμό συγκρούσεων, οικονομική στασιμότητα σε πολλές χώρες, κλιματικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και ούτω καθεξής», είπε. «Αυτό καθιστά όλο και πιο δύσκολο για τα συστήματα υγείας και τις χώρες να καλύψουν τις ανάγκες εμβολιασμού».
Η Unicef κάλεσε τις κυβερνήσεις «να ενισχύσουν τη δέσμευσή τους να αυξήσουν τη χρηματοδότηση για τον εμβολιασμό» δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στην επιτάχυνση των εμβολιασμών για όσους έχασαν τις δόσεις τους.
Ο εμβολιασμός σώζει 4,4 εκατομμύρια ζωές κάθε χρόνο, υπογράμμισε η Unicef, ένας αριθμός που θα μπορούσε να φτάσει τα 5,8 εκατομμύρια, αν ο κόσμος κατάφερνε ως το 2030 να μειώσει στο μισό τον αριθμό των παιδιών που στερούνται βασικά εμβόλια και να πετύχει εμβολιαστική κάλυψη σε ποσοστό 90% για τα βασικά εμβόλια.
Προτού βρεθεί εμβόλιο για την ιλαρά, το 1963, η ασθένεια σκότωνε περίπου 2,6 εκατομμύρια ανθρώπους ετησίως, κυρίως παιδιά. Ο αριθμός αυτός έπεσε στις 128.000 το 2021, αν και η ασθένεια αυτή ανησυχεί και πάλι τον ΟΗΕ.
Σε διάστημα τριών ετών το ποσοστό εμβολιασμού κατά της ιλαράς – η οποία είναι τόσο μεταδοτική που απαιτεί ποσοστό εμβολιασμού 95% στην κοινότητα προκειμένου να επιτευχθεί συλλογική ανοσία—μειώθηκε από το 86 στο 81%, σύμφωνα με την έκθεση. Παράλληλα ο αριθμός των κρουσμάτων ιλαράς διπλασιάστηκε το 2022 σε σχέση με το 2021.
Στις 52 από τις 55 χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα, η εμπιστοσύνη του κοινού για τα παιδικά εμβόλια μειώθηκε μεταξύ 2019 και 2021, ανέφερε η υπηρεσία του ΟΗΕ. «Τα στοιχεία αυτά είναι ένα ανησυχητικό προειδοποιητικό σημάδι», τόνισε η επικεφαλής της Unicef Κάθριν Ράσελ.
«Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε η εμπιστοσύνη προς τα εμβόλια ρουτίνας να γίνει ακόμη ένα θύμα της πανδημίας», πρόσθεσε. «Σε διαφορετική περίπτωση το επόμενο κύμα θανάτων ενδέχεται να είναι μεγάλος αριθμός παιδιών με ιλαρά, διφθερίτιδα ή κάποια άλλη ασθένεια που μπορεί να προληφθεί».
Σε χώρες όπως η Παπούα Νέα Γουινέα και η Νότια Κορέα μειώθηκε κατά 44% το ποσοστό των ερωτηθέντων που συμφώνησε με τη φράση: «τα εμβόλια είναι σημαντικά για τα παιδιά». Στη Γκάνα, τη Σενεγάλη και την Ιαπωνία μειώθηκε κατά ένα τρίτο, ενώ στις ΗΠΑ κατά 13,6%.
Στην Ινδία, την Κίνα και το Μεξικό η εμπιστοσύνη προς τα εμβόλια παρέμεινε σε γενικές γραμμές στα ίδια επίπεδα, ή αυξήθηκε.
Παρά τα στοιχεία αυτά, «υπάρχουν λόγοι για να είμαστε αισιόδοξοι για το γεγονός ότι οι υπηρεσίες επαναλειτουργούν σε έναν αριθμό χωρών», εκτίμησε ο Κίλι, κάνοντας λόγο για «ενθαρρυντικά» προκαταρκτικά στοιχεία για το 2022.
Με πληροφορίες από Al Jazeera